ΑΦΗΓΗΣΗ: Ο τελευταίος… Καρχαριάκιας
Αλλος λίγο άλλος πολύ, στην πολύχρονη ενασχόληση μας με τη θάλασσα έχουμε κάνει στο παρελθόν τους δικούς μας πειραματισμούς, τις δικές μας «ταρζανιές» και τα δικά μας «κατορθώματα». Κάποια από αυτά ήταν σωστά, κάποια άλλα όμως όχι. Ανατρέχοντας σε αυτά τώρα κι έχοντας αποκτήσει μεγαλύτερη πείρα κι εμπειρία κάνουμε την αυτοκριτική μας και προτρέπουμε ή αποτρέπουμε τους νέους στο να μας ακολουθήσουν.
Το παρακάτω κείμενο-αφήγηση του συνεργάτη μας Βαγγέλη Δρόση αναφέρεται στο ψάρεμα του καρχαρία, τότε που επιτρεπόταν. Σήμερα όπως είναι γνωστό ο καρχαρίας είναι είδος υπό προστασία, συνεπώς έχει απαγορευτεί η αλίευση του. Θα παρακολουθήσουμε τη δική του προσέγγιση στο μεγάλο θηρευτή, θα αντλήσουμε πληροφορίες για αυτό το πλάσμα και θα καταλήξουμε μαζί στο ίδιο συμπέρασμα. Να μην τον αναζητήσουμε.
Λόγω «λόξας» και ιδιομορφίας χαρακτήρα, οι αρματωσιές με τις οποίες ψάρευα τους μπαλάδες ήταν ικανές να συγκρατήσουν και να κοντράρουν ακόμα και ένα ψάρι βάρους ενός τόνου! Δεν ήθελα να τον χάσω. ‘Η για να το θέσω αλλιώς, ήθελα ότι και αν πιανόταν, ας ήταν 100 κιλά, ας ήταν 200, ας ήταν 500 και παραπάνω, να το ανεβάσω επάνω και να μην το χάσω.
Είναι ευνόητο ότι για να συμβεί αυτό, συνέτρεχαν δύο άλλοι βασικοί παράγοντες:
α) #Πρώτον η αρματωσιά δεν ήταν ότι καλύτερο για το ψάρεμα των μπαλάδων, γιατί λόγω πάχους υλικών ήταν «κραυγαλέα», ενώ οι λεπτότερες του εμπορίου δούλευαν καλύτερα και έπιαναν περισσότερους μπαλάδες από τις δικές μου, αλλά ήταν αναρίθμητες οι φορές που είχα ακούσει από άλλους να λένε «κάτι μεγάλο μου τα ‘σπασε»…
β) #Για να μη χάσετε κανένα ψάρι, δεν αρκεί η αρματωσιά να είναι πανίσχυρη, πρέπει να υποστηρίζεται από κάθε άλλο στάδιο που μεσολαβεί μέχρι το σκάφος.
Το νήμα που χρησιμοποιούσα ήταν ένα χιλιόμετρο Power Pro αντοχής 250lb (και αυτό μόνο και μόνο γιατί δεν υπήρχε να προμηθευτώ κάτι δυνατότερο από την παγκόσμια αγορά)!
Οι στριφταρόπαραμανες μου ήταν 350 λιμπρες και το ηλεκτρικό μοτέρ από τα δυνατότερα που υπήρχαν.
Και τέλος η βάση του μοτέρ στην κουπαστή ζύγιζε 8 κιλά, και ήταν «χτισμένη» πάνω στην κουπαστή και στα πλαϊνά του σκάφους, με τέτοιο τρόπο που για να φύγει το μοτέρ από την κουπαστή, θα έπρεπε να πάρει μαζί του και τη μία πλευρά του σκάφους!
Οι αρματωσιές ήταν εξάμετρες και είχαν μάνα 250άρα πετονιά και παράμαλλα 150άρια, άρα δεν προμηθευόμουν αυτές τις πετονιές από τα καταστήματα αλιείας, αλλά αγόραζα πετονιές χλοοκοπτικών μηχανημάτων από τα Practiker, και ο λόγος ήταν ότι είναι χρωματιστές. Η μεν 250άρα είναι κόκκινη, η δε 150άρα κίτρινη. Έτσι η αρματωσιά ήταν πολύ ευδιάκριτη, μιας και αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο την ώρα που «αναπαυόταν» πάνω στο σκάφος, αλλά και πολύ όμορφη, μιας και για μένα μετράει και αυτό.
Αγκίστρια δε χρησιμοποιούσα, παρά μόνο σαλαγκιές, αφού είχα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις τρεις αιχμές. Η μεγαλύτερη αρματωσιά που έφτιαξα, είχε 120 σαλαγγιές (120×3=360 αιχμές), οι συνήθεις είχαν 60, αλλά πάντα μεσολαβούσαν και 10 σαλαγγιές- «κλέφτες», μεγέθους 7/0 με 10/0, ούτως ώστε οτιδήποτε πιανόταν και τυλιγόταν, ακόμα και αν άνοιγε όλες τις μικρές- να συγκρατιόταν από τις μεγάλες. Οι αρματωσιές αυτές δε μπορούσαν να δεθούν με κόμπους, λόγω πάχους πετονιάς. Κάθε μια, μια περιουσία (350 ευρώ!), αλλά ήξερες ότι δεν υπάρχει ψάρι που να μην το φέρει επάνω.
Ήταν ένα θανατηφόρο εργαλείο, που δεν ήξερες πως να το πλησιάσεις και από που να το πιάσεις, και μερικές φορές είχαμε και ατυχήματα…
Είναι κατανοητό πως αυτή η αρματωσιά δεν έπρεπε να ακουμπήσει το βυθό ούτε ένα δευτερόλεπτο, γιατί μετά θα ήταν οριστικά χαμένη!
Έτσι αναγκαζόμουν να βάζω δυο- τρία μέτρα παράμαλλο στο βαρίδι από κάτω της και να μην αφήνω ποτέ το νήμα από το χέρι μου, για να μη δημιουργηθούν μπόσικα.
Τρεις φορές στην ιστορία έπεσα σε σκαλωμένα δίχτυα ή παρατημένα αγκυροβόλια στο βυθό, και τις έχασα. Μιλάμε ότι έπεσε πολύ κλάμα!
Αφήγηση
Ήταν μια Αυγουστιάτικη μέρα με τη θάλασσα «καθρέπτη», και είχα βγει για μπαλάδες με το φίλο μου το Νίκο, νυν Ανδριώτη και με καταγωγή από την Ικαρία. Είχα προμηθευτεί 10 κιλά σαφρίδια για δόλωμα και δεν είχαμε πιάσει ούτε ένα μπαλά μέχρι το απόγευμα. Είχαμε αλλάξει δεκάδες στίγματα και τόπους και δε μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει. Κάπου στο απόγευμα, εκεί κοντά στο ηλιοβασίλεμα, είπα στο Νίκο: «τελευταία ριξιά, αλλά αφού δε χτυπάει τίποτα, θα την ρίξουμε στην τύχη, στο πουθενά , έξω από τα σημάδια…». Έβαλα λοιπόν μπροστά την μηχανή και ξεκίνησα. Μετά από ένα μίλι έκανα κράτει και ρίξαμε την αρματωσιά. Πάτωσε, πέρασε μισό λεπτό και νέκρα… «Τίποτα», μονολόγησα, «στο γάμο του καραγκιόζη ρίξαμε!». Τότε πήρα ένα δυνατό χτύπημα! Έβαλα μπροστά το ηλεκτρικό μοτέρ και άρχισα να ανεβάζω. Το μοτέρ και τα ρουλεμάν του «έσκουζαν» και ακούγονταν σε όλο το πέλαγος!
Μετά από μισή ώρα και ενώ είχα πάρει γύρω στα 150 m και ήμουν στα μεσόνερα, ο Νίκος ρώτησε: «τι ψάρι μπορεί να είναι ;». «Μόνο ένα ψάρι μπορεί να το έχεις φέρει στα μεσόνερα και να έχει την ίδια αντοχή, ο καρχαρίας», του απάντησα προφητικά.
Κάποια στιγμή το ψάρι φάνηκε να κάνει γρήγορους κύκλους διαμέτρου 10 m κάτω από το σκάφος μας. Στο μέλλον θα ξέρω ότι το ψάρι που φέρνεις και νομίζεις ότι είναι ακίνητο γιατί δεν κάνει κεφαλιά και δε σπαρταράει, στην πραγματικότητα διαγράφει ασταμάτητα κύκλους από το βυθό μέχρι την επιφάνεια. Επίσης κάποιος φίλος καιρό αργότερα, θα μου εξηγούσε που οφείλεται η τεράστια αντοχή του καρχαρία: στο εσωτερικό του υπάρχει ένα τεράστιο συκώτι, το οποίο ξεκινά από το στήθος και φθάνει σχεδόν στην ουρά. Το συκώτι είναι ένας λεμφαδένας στον οποίο αποθηκεύει οξυγόνο για ώρες! Αυτό είναι ο λόγος που μπορεί να τον βγάλουμε, να τον αφήσουμε πάνω στο τσιμέντο της προβλήτας και ώρες μετά να είναι ζωντανός. Για να επιστρέψουμε λοιπόν στην ιστορία μας, συνέχισα να τον ανεβάζω μέχρι που του έβγαλα το κεφάλι έξω από το νερό και το σώμα του ακουμπούσε στο σκάφος. Με κοίταξε και αυτό που είδε μάλλον δεν του άρεσε, γιατί άρχισε να φεύγει για κάτω με κοκαλωμένα τα φρένα (μιλάμε για 20-25 κιλά φρένο! ) σταματώντας 30 m κάτω από την επιφάνεια.
Έβαλα ξανά μπροστά το μοτέρ, και ξανάρχισα να τον ανεβάζω. Έτσι έφτασε στην επιφάνεια για δεύτερη φορά. Βούτηξα λοιπόν το γάντζο και του τράβηξα ένα χτύπημα. Ο γάντζος αναπήδησε σα να χτύπησα χρηματοκιβώτιο. «Θα είμαι κουρασμένος», σκέφτηκα και του έδωσα δεύτερο χτύπημα, με μεγαλύτερη δύναμη αυτή τη φορά. Τα ίδια! «Μάλλον έχει πολύ σκληρό δέρμα, ας δοκιμάσω στην κοιλιά», είπα. Τα ίδια και στην κοιλιά… Αντιλήφθηκα λοιπόν ότι το δέρμα του ήταν τόσο χοντρό που δεν τρυπιόταν και κατέφυγα σε αλλαγή σχεδίου: ακούμπησα την αιχμή του γάντζου στην κάτω μεριά του σαγονιού- το μέσον του γάντζου στην κουπαστή- και κρεμάστηκα με όλο το βάρος μου από την άλλην άκρη του γάντζου, ακούγοντας την αιχμή να κάνει ένα χαρακτηριστικό ήχο σα να μπηγόταν σε παπούτσι.
Η αιχμή βγήκε μέσα στο στόμα του και άρχισα να ουρλιάζω «γρήγορα το σχοινί της πλώρης, να του φέρουμε μια βόλτα». Δεν πρόλαβα όμως… Ο μάγκας είχε αναζωογονηθεί, είχε πάρει τις «ανάσες» του και ξεκίνησε πάλι για κάτω. Σε κλάσματα δευτερολέπτου αντιλήφθηκα ότι ήταν αδύνατο να το κρατήσω με το γάντζο, και την ώρα που χαλάρωνα τη λαβή μου επάνω του, έκανα ταυτόχρονα πίσω για να μη μου σπάσει ο γάντζος κανένα σαγόνι. Βέβαια ο Βαγγελάκης ήταν πονηρός, γιατί είχε δέσει το πίσω μέρος του γάντζου με χοντρό σχοινί μήκους 2 m, το οποίο κατέληγε στη δέστρα του σκάφους!
Αμ δε! Το θηρίο δε μπορούσε να φύγει, και άρχισε να περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα κοπανώντας τους πολυεστέρες με το σώμα του σε κάθε περιστροφή. Ανησυχούσα σοβαρά μήπως τους σπάσει και επιστρέψουμε στο λιμάνι κολυμπώντας από τη μέση του Κάβο Ντόρο.
Όμως το μαρτύριό μας πήρε γρήγορα τέλος, αφού σε 30 περίπου δευτερόλεπτα το δίμετρο σχοινί του γάντζου είχε βιρινιάσει τόσο, που ο γάντζος δε μπορούσε να περιστραφεί άλλο και να ακολουθήσει τις περιστροφές του καρχαρία, οπότε ξεκαρφώθηκε! Τώρα το μόνο που τον συγκρατούσε ήταν και πάλι η αρματωσιά, η οποία έχει τυλιχτεί 10 βόλτες γύρω από το κεφάλι του και οι σπείρες της βρίσκονταν μέσα στα ανοιχτά σαγόνια του. Σε ένα δευτερόλεπτο τίναξε το κεφάλι του αριστερά-δεξιά, και είδα τις 10 σπείρες της 250άρας να ανοίγουν σα βεντάλια, κομμένες στην μέση, ενώ το ψάρι έφυγε «καλπάζοντας» για την άβυσσο.
Συμπεράσματα:
α) #Ο καρχαρίας έχει τρομερή αντοχή.
β) #Δεν καρφώνεται γάντζος στο σώμα του.
γ) #Είναι πανέξυπνος και έχει πολύ μεγάλη αντίληψη.
δ) #Αντιλαμβάνεται, ξέρει τι βλέπει, καταλαβαίνει ποιος είναι ο λόγος της ταλαιπωρίας του, και περιμένει ένα λάθος από αυτόν που το προκαλεί και τον κοιτάει από ένα μέτρο μακριά, πάνω στην ασφάλεια του σκάφους. Φιλική συμβουλή: ακόμα και αν δείχνει «τεζαρισμένος» μην τον εμπιστεύεστε!
ε) #Το σχοινί του γάντζου θέλει μεγάλο στριφτάρι. Όχι ψαρέματος, αλλά στριφτάρι σαν αυτό που παρεμβάλουμε μεταξύ άγκυρας και αλυσίδας σκάφους.
Έτσι τελείωσε λοιπόν αυτή η ιστορία… και άνοιξε ένα μεγάλο κεφάλαιο!
Αποφάσισα λοιπόν τότε να παρατήσω τα άλλα ψαρέματα και να ασχοληθώ με τους καρχαρίες, μη αποδεχόμενος την ήττα μου! Υπόψη ότι ο καρχαρίας που χάσαμε ήταν μια «αλεπού», είδος που ονομάζεται έτσι γιατί έχει τεράστια ουρά που αντιστοιχεί περίπου στο 1/3 του μήκους του. Το ψάρι δεν ήταν πάνω από 100-120 κιλά και εμφανισιακά έμοιαζε με ένα μαγιάτικο 60-70 κιλών. Ένα όμως μου έχει μείνει: οι αντιδράσεις του ήταν λες και της «έβαζαν νέφτι»! Επιστροφή στο σπίτι και εξέταση των λαθών που κάναμε…
Στο πέλαγος ξαναγυρίσαμε μετά από λίγο καιρό με κάποιες απαραίτητες διορθώσεις. Στριφτάρια στους γάντζους, έτοιμες θηλιές από χοντρά σχοινιά δεμένα σε μπαλόνια σκάφους. Όχι να περιμένουμε να τα δέσουμε τελευταία στιγμή, γιατί είχα καταλάβει ότι και το δευτερόλεπτο μετρούσε. Για δόλωμα είχαμε μαζί μας δέκα κιλά σαφρίδια, χαραγμένα στην κοιλιά για να τρέχουν τα ζουμιά.
Έξοδος με το φίλο Βασίλη
Μετά από μια ώρα ένα ψάρι «χτύπησε» σε βάθος 300 m. Το χτύπημα ήταν «βουβό» σα να χτυπάει μαυρόψαρο δέκα κιλών ή ένας μεγάλος μπακαλιάρος. Τίποτα δεν προδιέθετε ότι στην άλλη άκρη μπορεί να υπήρχε κάτι που ζύγιζε 500 κιλά! Άρχισα όμως να «την ψυλλιάζομαι» όταν επιχείρησα να πάρω 10 πόντους και δεν έγινε τίποτα! Ήταν σα να είχα μαγκώσει στο βυθό.
Στο κατάστρωμα ήταν πεσμένα δέκα μέτρα μπόσικα νήματος, και είπα στο Βασίλη να τα μαζέψει, εννοώντας να γυρίσει την καρούλα με το χέρι. Εκείνος δεν το κατάλαβε και έβαλε μπροστά το ηλεκτρικό μοτέρ με φουλ στροφές. Το νήμα κόπηκε, γιατί βρισκόταν εκτός της ροδάντζας που βρίσκεται στην άκρη της μπούμας. Έτσι, ξεκίνησα να ενώσω τα δύο νήματα, προσευχόμενος να μην κάνει το ψάρι κανένα κεφάλι. Όταν το κατάφερα πέντε λεπτά μετά, μου δόθηκε η εντύπωση ότι είχα σκαλώσει, και από τα νεύρα μου έδεσα το νήμα στη δέστρα και ξεκίνησα τέρμα γκάζι με σκοπό να τα «σπάσω», πράγμα που έγινε τελικά. Επιστροφή και πάλι στο λιμάνι και νέα έξοδος μετά από μία εβδομάδα. Ξαναχτυπάει και άλλος καρχαρίας, τον ανεβάζω μέχρι τα μεσόνερα και τον χάνω. Φέρνω τη μισή αρματωσιά και καταλαβαίνω το λόγο: όπως περιστρεφόταν το ψάρι, κάποια στιγμή πήγε η 250άρα πετονιά στα δόντια του. Καμία τύχη! Και 1000άρα να είναι την κόβει στεγνά… (ΦΩΤΟ 1) Τέρμα οι πετονιές. Επιστροφή στο λιμάνι, κατασκευή αρματωσιών με ανοξείδωτο συρματόσχοινο πάχους 2 χιλιοστών και επιστροφή στο πέλαγος. Κατέβασμα της συρμάτινης αρματωσιάς στο βυθό και μετά από μισή ώρα παίρνω νέο χτύπημα. Μετά από τρία τέταρτα-μια ώρα όπου ανέβαζα πόντο-πόντο, κάτι φάνηκε να ασπρίζει. Όσο ανέβαζα, η ασπρίλα μεγάλωνε. Έτσι ήρθε στην επιφάνεια ένας καρχαρίας γύρω στα 200κιλά. Καμιά σχέση η αντίδρασή του με την «αλεπού» που είχαμε χάσει. Πολύ πιο ήρεμος, από άλλη ράτσα…
Κάνω να του βάλω το γάντζο μέσα στα βράγχια αφού ξέρω ότι δεν τρυπιέται πουθενά, «ξυπνάει» και τρελαίνεται. Κάνει ένα «κεφάλι» 20 μέτρων και σταματάει. Τον ξαναφέρνω επάνω, έχοντας πια πάρει ένα καινούριο μάθημα: ποτέ δεν του ακουμπάς τις «θυρίδες» με τα βράγχια. Τα μπαλόνια πέφτουν στη θάλασσα, περνιούνται οι θηλιές στις οποίες καταλήγουν τα μπαλόνια στην ουρά και το ψάρι «ασφαλίζεται». Τώρα δεν μπορεί να το σκάσει. Καινούρια θηλιά με χοντρό δεκαεξάρι σχοινί, δέσιμο της άκρης του στο σκάφος και ξεκινάμε να επιστρέψουμε στο λιμάνι.
Το ψάρι βρίσκεται 25 m πίσω μας, έξω από τα απόνερα για να μη στροβιλίζεται, (ΦΩΤΟ 2) και η ταχύτητα η μικρότερη δυνατή, ρελαντί με 3,5 κόμβους την ώρα.
Σε μιάμιση ώρα μπαίνω στο λιμάνι, όπου έχω ήδη ειδοποιήσει γερανό. Πανικός, ότι και να πω είναι λίγο! Ο γερανός βγάζει έξω το ψάρι ζωντανό και αυτό εκτελείται..
Έχω ένα συγγενή που βλέπει τα μελλούμενα στον ύπνο του. Όταν μου λέει «είδα όνειρο», το παίζω αδιάφορος, χαμογελάω, πιάνω μία καρέκλα και λέω χαλαρός: «τι είδες, για πες…», αλλά ήδη έχω ψιλοκατουρηθεί. «Είδα», μου λέει, «ότι είχες βγάλει τρία τέτοια ψάρια, ήταν ακουμπισμένα πάνω στο ντόκο, και δε μπορούσες να τα καθαρίσεις, αλλά δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει…» Κατάλαβα εγώ! Δεν «καθαρίζονται» οι συνέπειες… Όταν βγάζουμε μια στήρα, μια συναγρίδα, ένα μαγιάτικο, αφαίρουμε μια ζωή. Η συνέπεια αυτή σβήνει, παραγράφεται.
Όταν όμως σκοτώνεις ένα βασιλιά του θαλάσσιου βασιλείου ηλικίας 20-30 ετών, και μάλιστα για διασκέδαση ή πληρωμή της πράξης, το ατόπημα δεν παραγράφεται. Όταν λέω «βασιλιάς», εννοώ ένα ζώο που βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και δεν απειλείται από άλλα ζώα, είναι μόνο θηρευτής. Δεν είναι και θηρευτής και θήραμα ταυτόχρονα, όπως όλα τα παραπάνω. Όλα τα από κάτω του, ζουν στην αγωνία να τραφούν, αλλά και να επιζήσουν από τους θηρευτές τους. Οι «βασιλιάδες» δεν ξέρουν τι θα πει αγωνία. Ζουν ευνοημένοι από τη φύση μέσα στην ευτυχία, εκτός κι αν συναντήσουν κάποιο άνθρωπο. Σε αυτούς τους «βασιλιάδες» (όσον αφορά στο θαλάσσιο περιβάλλον, γιατί υπάρχουν αντίστοιχοι και στη στεριά), περιλαμβάνονται οι καρχαρίες, οι φάλαινες , τα δελφίνια, οι ξιφίες, οι τόνοι, που από κάποια ηλικία και μετά, από κάποια κιλά και πάνω δηλαδή, τίποτα δεν τα απειλεί.
Τι έκανε λοιπόν ο Βαγγελάκης; Υπάκουσε; Κάθισε στα αυγά του; Πλάκα μου κάνετε τώρα; Πήγε και έφτιαξε ακόμα καλύτερες αρματωσιές, πιο εξελιγμένες, και ξαναβγήκε στο πέλαγος για να φέρει άλλους δύο καρχαρίες και να εκπληρωθεί το όνειρο.
Μετά το πούλησε το σκάφος, όποτε και να ήθελε να βγάλει τέταρτο δε μπορούσε. Με φουσκωτάκι δεν πας για ψάρια που είναι μεγαλύτερα από το σκάφος και μάλιστα ψάρια τέτοιου είδους.
Αυτή τη στιγμή έχω καταφέρει να τιθασεύσω τον εαυτό μου, και έχω κάνει όρκο να μην ξαναμπώ να σκοτώσω ένα πλάσμα 30 χρονών και μήκους 5 μέτρων και βάρους 400+ κιλών, και μάλιστα μόνο και μόνο για την ανδρεναλίνη, τη μαγκιά, τις φωτογραφίες, και το θαυμασμό των γύρω. Είναι κρίμα να πεθάνει κάτι, να στερείται τη ζωή για να βγεις εσύ φωτογραφία. Δεν έχει σημασία ότι τρώγεται το κρέας του. Δε μιλάμε για φαγητό. Μιλάμε ότι άμα θέλεις κάτι να φας, πας και κάνεις τσαπαρί και πιάνεις πέντε κιλά κολιούς. Δε χρειάζεται να εξοντώσεις κάτι που ζυγίζει 400 ή ακόμα και 800 κιλά.
Πάμε όμως να συνεχίσουμε την αφήγηση για να τελειώνουμε. Με τις καινούριες αρματωσιές ο Βαγγελάκης και «κλειδωμένο» το όνειρο του συγγενή σε ένα συρτάρι για να μην τον ενοχλεί, και βουρ για το πέλαγος…
Κατέβασμα στο βυθό η αρματωσιά, και να’ σου πάλι άλλο ψάρι. Το φέρνω επάνω και βλέπω κάτι γύρω στα 5+ μέτρα και πάνω από 400 κιλά βάρος. Καινούριες θηλιές στην ουρά, στριφτάρια, κόλπα (άμα είναι να κάνεις την μ…α, τουλάχιστον να την κάνεις σωστά) και επιστροφή στο λιμάνι. Ξανά γερανοί, ξανά εκτέλεση, ξανά φωτογραφίες…
Έχω πάει για καφέ και έχω αφήσει δύο φίλους πιτσιρικάδες να το καθαρίσουν και να το κόψουν κομμάτια στο μόλο, γιατί από τον πρώτο που είχα βγάλει ήξερα ότι πιο κουραστικό είναι να τεμαχίζεις δύο ώρες ένα τέτοιο ψάρι, παρά να το πιάσεις και να το φέρεις στην επιφάνεια. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο και ο Χρηστάκης μου λέει: «Μάντεψε τι βρήκαμε στο στομάχι του…». «Τι βρήκατε ρε παιδιά;», ρώτησα με τη σειρά μου. «Μια αρματωσιά σου με δυο λαμπάκια που αναβοσβήνουν ακόμη!» Μέτριο το αστείο λέω μέσα μου και τους απαντάω, «εντάξει, θα τη δω σε λίγο που θα έρθω από εκεί». Σε λίγο, όταν έφτασα στο μόλο, με περίμενε μία έκπληξη, αφού πραγματικά το ψάρι είχε καταπιεί μία αρματωσιά μου. Αμέσως αντιλήφθηκα τι έχει συμβεί!
Ένα μήνα νωρίτερα, όταν ήμουν με το Βασίλη και ψάρευα, το ψάρι που χάσαμε ήταν αυτό εδώ. Προφανώς έσπασε το νήμα, έφυγε με την αρματωσιά στο στόμα, μετά από λίγο οι σαλαγκιές καρφώθηκαν σε παρατημένο αγκυροβόλιο στο βυθό (το κίτρινο σχοινί που χρησιμοποιείται στα δίχτυα για τη συγκράτηση φελλών και βαριδιών), και ο καρχαρίας αναγκάστηκε να τα φάει, να τα καταπιεί και να κόψει ότι περίσσευε, για να απελευθερωθεί.
Η επόμενη εξόρμηση είχε ακόμα πιο εξελιγμένη αρματωσιά. Αποφάσισα αντί για το ηλεκτρικό μοτέρ να τον ψαρέψω «χεράτα», με τα 700μέτρα το σχοινί της άγκυρας που χρησιμοποιούμε στο ψάρεμα των μπαλάδων. Εφτακόσια μέτρα 5αράκι σχοινί, στην άκρη του η αρματωσιά, και ένα τσουβάλι με πέτρες για βαρίδι, γιατί με τόσο χοντρό σχοινί στα 300 μέτρα βάθος,δε θα πάτωνε ποτέ η αρματωσιά. Μετά από ένα τέταρτο νιώθω κάτι χτυπήματα χαρακτηριστικά και καταλαβαίνω ότι σε λίγο έρχεται και ο καρχαρίας, κάνοντας μεν φέτες το μουγκρί, αλλά πέφτοντας στην παγίδα της αρματωσιάς μου. Ένα ψάρι πάνω από 400 κιλά, το ανέβασα σα να ανέβαζα ένα σαργό, αφού προφανώς εκείνη την ημέρα υπήρχαν πάρα πολύ δυνατά, ανοδικά ρεύματα στο Καβοντόρο, που εκμηδένιζαν το βάρος του. Ξανά λιμάνι και ξανά τα ίδια!
ΜΗΝ ΠΑΤΕ! ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΜΑ!
Για την ιστορία, επειδή άκουσα πολλές βλακείες για τη ράτσα τους από επαγγελματίες και μη, με προεξάρχουσα ότι είναι «σαπουνάς», κατάφερα να ανακαλύψω τι ακριβώς είναι μετά από αρκετό ψάξιμο στο ίντερνετ. Το είδος λέγεται Hexanchus Griseus (εξαμβράγχιος γκρίζος). Είναι ο πιο «αρχαίος» καρχαρίας, αφού στο πέρασμα των χιλιετηρίδων δεν μεταλλάχτηκε και δεν εξελίχθηκε. Χαρακτηριστικά του τα έξι βράγχια (τα περισσότερα από τα άλλα είδη καρχαριών έχουν λιγότερα), και το ραχιαίο πτερύγιο που είναι πολύ πίσω, κοντά στη ουρά.
Το είδος αυτό δεν ανεβοκατεβαίνει επιφάνεια-βυθό όπως τα άλλα είδη καρχαριών. Βασικά ζει από τα 200 m βάθος, μέχρι –τουλάχιστον- τα 2 χιλιόμετρα. Μπορεί να βγαίνει ρηχότερα μόνο κάποιο βράδυ, κυρίως για λόγους ωοτοκίας (να αφήσει τα νεογέννητα στα 50 m βάθος, σε κάποιο κάβο όπου υπάρχει πληθώρα ζωής-φαγητού). Φτάνει τον ένα τόνο βάρος και στις Κυκλάδες έχει το όνομα «χινόκοτα». Ψαρεύεται πολύ στη Σαντορίνη, όπου πουλιέται σα γαλέος. Συχνά πιάνεται από ανεμότρατες σε χοντρά παραγάδια για βλάχους- μπακαλιάρους, γιατί μπερδεύεται και τυλίγεται σε αυτά, με συνέπεια να ακινητοποιηθεί. Οι αντιδράσεις του είναι σχετικά ήπιες σε σχέση με τα άλλα είδη που ανεβοκατεβαίνουν (τίγρεις, σφυροκέφαλους, αλεπούδες, ταύρους, γαλάζιους, λευκούς κλπ.) και δεν έχει τη «φρενίτιδα» αυτών των ειδών. Αποτελεί κίνδυνο αν τον πλησιάσεις πολύ και βέβαια είναι επικίνδυνος λόγω βάρους. Δεν είναι να κάνει «κεφάλι» και να κρατάς το νήμα τυλιγμένο στο χέρι σου ή να έχεις τίποτα μπόσικα πίσω σου. Είναι κατά βάση πτωμοφάγος ή τρώει ψάρια που έχουν πιαστεί σε παραγάδια και καθετές. Αρπάζει τις μπαλαδοκαθετές με τους μπαλάδες από τους ψαράδες, οι οποίοι λένε «ένιωσα ένα δυνατό χτύπημα και κάτι μου πήρε την αρματωσιά». Ο τρίτος και τελευταίος που έπιασα, ο οποίος είχε το μουγκρί κομμένο σε «τεύχη» και τυλιγμένο στην αρματωσιά γύρω του, είχε στο στόμα του μια μπαλαδοκαθετή, ενθύμιο από κάποιο σκάφος που ψάρευε μπαλάδες.
Αυτά είχα να σας πω για το ψάρεμα των καρχαριών, και μετά από τα «κατορθώματά» μου θα σας προέτρεπα να μην παρασυρθείτε από το μέγεθος και την αίγλη του «βασιλιά» και να τον αφήσετε να διαιωνίζει το είδος του για πολλές χιλιετηρίδες ακόμη!
Συμπεράσματα:
• Ο καρχαρίας έχει τρομερή αντοχή.
• Δεν καρφώνεται γάντζος στο σώμα του.
• Είναι πανέξυπνος και έχει πολύ μεγάλη αντίληψη.
• Αντιλαμβάνεται, ξέρει τι βλέπει, καταλαβαίνει ποιος είναι ο λόγος της ταλαιπωρίας του, και περιμένει ένα λάθος από αυτόν που το προκαλεί και τον κοιτάει από ένα μέτρο μακριά, πάνω στην ασφάλεια του σκάφους. Φιλική συμβουλή: ακόμα και αν δείχνει «τεζαρισμένος» μην τον εμπιστεύεστε!
• Το σχοινί του γάντζου θέλει μεγάλο στριφτάρι. Όχι ψαρέματος, αλλά στριφτάρι σαν αυτό που παρεμβάλουμε μεταξύ άγκυρας και αλυσίδας σκάφους.
ΜΑΘΕΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΡΧΑΡΙΕΣ ΕΔΩ: