Βαδίζοντας γοργά προς τον χειµώνα, οι εξορµήσεις µας γίνονται επιλεκτικές. Τα νυκτερινά ψαρέµατα δίνουν τη σκυτάλη στα ηµερήσια, και τα ψάρια συγκεκριµενοποιούνται. Η µεγάλη ποικιλία των προηγούµενων µηνών τώρα γίνεται µονόδροµος, και το µεγάλο ψάρι της εποχής ακούει στο όνοµα τσιπούρα. Αυτήν λοιπόν θα προσπαθήσουµε να προσεγγίσουµε µε τον κατάλληλο εξοπλισµό και στρατηγική.
Τόποι
Οι τόποι που θα εξορµήσουµε είναι κατά κάποιον τρόπο γνωστοί. Ρηχαδιές µε εναλλαγή αµµούδας και φυκιάδας, τα λεγόµενα «άσπρα-µαύρα» στην ορολογία των επαγγελµατιών ψαράδων. Αν υπάρχουν και λίγες πετρούλες ανάµεσα, τότε τα πράγµατα γίνονται ακόµη καλύτερα. Μάλιστα, αν ξέρουµε και κοµµάτι µε πλακούρες, τότε έχουµε έναν επιπλέον άσσο στα χέρια µας. Τέλος, µην παραµελούµε και τα µεγάλα λιµάνια, αφού πολλές φορές γίνονται πρόσκαιρα σηµεία συνάντησης µεγάλων τσιπούρων. Οι ντόπιοι γνωρίζουν τις ηµεροµηνίες που κάνουν την είσοδό τους και τις περιµένουν µε αγωνία.
∆ολώµατα
Ολόκληρα σκουλήκια όπως ο ακροβάτης και ο αµερικάνος µπορούν επίσης να δώσουν µεγάλες τσιπούρες, αν δολωθούν προσεκτικά στα αγκίστριά µας µε τη βοήθεια βελόνας.
Μην ξεχνάµε όµως και τα διάφορα µεγάλα ασπροδόλια, όπως το µικρό θραψαλάκι, τον ωλό του χταποδιού και το κεφάλι καλαµαριού, που προσελκύουν ιδιαίτερα τα µεγαλύτερα ψάρια του είδους και µάλιστα όταν ο ήλιος είναι ακόµη ψηλά.
Τέλος, υπάρχουν και δολώµατα τα οποία «δε γεµίζουν το µάτι» αλλά είναι πραγµατικά θανατηφόρα για τις χρυσοφρύδες, και αυτά είναι η πορφύρα, το ολόκληρο καβούρι, το δαγκανάρι (δαγκάνα από µεγάλους σιδεροκάβουρες) και το άγριο τσουτσούνι, το οποίο αν δώσει ψάρια στο casting αυτά είναι µόνο τσιπούρες. Θα κάνουµε όµως µία ιδιαίτερη µνεία στις πορφύρες. Η τσιπούρα τρελαίνεται για αυτές τους χειµερινούς µήνες, γιατί παράγουν περισσότερη βλέννα µε κόκκινη χρωστική και αυτή µαλαγρώνει δυνατά το βυθό. Αν και οι µεγάλες τσιπούρες δε δυσκολεύονται καθόλου να θρυµµατίσουν το σκληρό κέλυφος των πορφύρων, εµείς θα τις δολώσουµε χωρίς αυτό, σπάζοντας το κέλυφός τους προσεκτικά, αφαιρώντας το σκληρό τµήµα τους που µοιάζει µε µάτι και βγάζοντας το αγκίστρι µας από την άλλη τους άκρη, δηλαδή από το µαλακό τµήµα που βρίσκεται βαθιά µέσα στο κέλυφος, αφού αυτό είναι και το πιο δυνατό τους σηµείο!
Εξοπλισµός
Η µακρινή απόσταση από την ακτή όπου πρέπει να βρεθεί το δόλωµα (τα ψάρια κυκλοφορούν το χειµώνα αρκετά ανοικτά), σε συνδυασµό µε το µεγάλο µέγεθος του δολώµατός µας, οδηγούν σε αρκετά σκληρά καλάµια, µε µεγάλο c.w. Το αν είναι αυτά τηλεσκοπικά ή σπαστά, δε µας απασχολεί ιδιαίτερα. Ο συνδυασµός τους µε ένα δυνατό µηχανισµό είναι ότι ακριβώς ταιριάζει στο σκοπό µας. Αν ο βυθός είναι καθαρός, τότε ο µηχανισµός µπορεί να έχει νήµα. Αν όχι, τότε µια πετονιά διαµέτρου 0,25-0,28 χιλιοστών, είναι η πλέον κατάλληλη. Σε περίπτωση που χρειαστεί να κάνουµε µια ιδιαίτερα µακρινή βολή και η χρήση µεγάλου µολυβιού είναι απαραίτητη, τότε αναγκαστικά θα χρησιµοποιήσουµε shock leader, δηλαδή ένα κοµµάτι πετονιάς αρκετά πιο χοντρής από τη µάνα, το οποίο θα συνδεθεί στο τελείωµα της µάνας και σε αυτό θα «κουµπώσει» η αρµατωσιά µας. Τρίποδας ή βάσεις στήριξης για τα καλάµια µας είναι απαραίτητα, όπως επίσης και οι κατάληλλοι οπτικοί (γιατί όχι και ηχητικοί!) ειδοποιητές, ώστε να παρακολουθούµε από µακριά τσιµπιές και συλλήψεις ψαριών.
Αρµατωσιές
Οι αρµατωσιές που µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε στο ψάρεµα της τσιπούρας είναι πολλές και διαφορετικές, και έχουν στενή σχέση µε το δόλωµα, τη διαµόρφωση και τη σύσταση του βυθού, καθώς και την απόσταση που θα ψαρέψουµε. Οι περισσότερες αρµατωσιές έχουν όµως ένα κοινό χαρακτηριστικό : είναι µονάγκιστρες, δηλαδή φέρουν µόνο ένα µεγάλο αγκίστρι. Αυτό λοιπόν που διαφοροποιείται από τη µία στην άλλη, είναι η ο τρόπος τοποθέτησης του αγκιστριού επάνω τους.
Έτσι, µπορούµε να έχουµε από ένα αγκίστρι δεµένο κατευθείαν στην πετονιά του µηχανισµού και λίγο πριν το αγκίστρι να υπάρχει µια µαλακή χάντρα και ένα συρόµενο µολύβι, ως και το εξειδικευµένο µονάγκιστρο που περιέγραψε σε προηγούµενο τεύχος ο συνεργάτης Γαβρίλος Κωστάκης, για ψαρέµατα στα 100+ µέτρα. Το συρόµενο παράµαλλο εκτιµάται περισσότερο σε σχέση µε το σταθερό, γιατί δίνει περισσότερα περιθώρια στην τσιπούρα να πάρει το δόλωµα στα δόντια της χωρίς να αισθανθεί αντίσταση, οπότε µειώνονται αισθητά οι πιθανότητες να καταλάβει κάτι και να το φτύσει. Για τις µεγαλύτερες τσιπούρες το δόλωµα µεγαλώνει, και µπορεί να είναι ακόµη και ολόκληρη µάνα, ενώ αντί για ένα αγκίστρι µπορούν να χρησιµοποιηθούν δύο δεµένα στο ίδιο παράµαλλο. Κάποιοι µάλιστα που χρησιµοποιούν ολόκληρο θραψαλάκι, σαρδέλα, µοσχιό, ή ολό χταποδιού, συνηθίζουν 3-5 αγκίστρια στο ίδιο παράµαλλο, τα οποία τυλίγονται περιµετρικά του δολώµατος, όπως ακριβώς γίνεται σε ένα πολυάγκιστρο. Επίσης, ας µην ξεχνάµε και τα διάφορα ανυψωτικά δολωµάτων, που σε πολλές περιπτώσεις µπορούν να κάνουν τη διαφορά (νερά µε µικρή διαύγεια, πυκνές φυκιάδες κλπ).
Ψάρεµα
Όταν έχει συννεφιά ή ο καιρός είναι ελαφρά βροχερός (εννοείται χωρίς αστραπόβροντα και κεραυνούς όπου το ψάρεµα γίνεται απαγορευτικό, όχι µόνο γιατί τα ψάρια δεν τρώνε, αλλά και για λόγους ασφάλειάς µας), τότε το ψάρεµά µας µπορεί να πραγµατοποιηθεί οποιαδήποτε στιγµή της ηµέρας και σε όλες τις αποστάσεις από την ακτογραµµή. Σε αυτήν την περίπτωση ρίχνουµε τις αρµατωσιές και τα δολώµατά µας σε διαφορετικές αποστάσεις για να ανακαλύψουµε που κινούνται τα ψάρια, και µάλιστα χρησιµοποιούµε ποικιλία δολωµάτων.
Με ηλιοφάνεια, τις πρωινές και απογευµατινές ώρες τα ψάρια κυκλοφορούν ακόµα και σε ρηχά νερά, ενώ όταν ο ήλιος ανέβει ψηλά, η αναζήτησή τους γίνεται σχεδόν αποκλειστικά µακριά από την ακτή. Εκεί θα πρέπει ο ψαράς να χρησιµοποιήσει εξειδικευµένο εξοπλισµό, προκειµένου να πετύχει µακρινές ρίψεις, αλλά και να διαθέτει κάποιες γνώσεις από τεχνικές που θα τον βοηθήσουν στο σκοπό του. Έτσι, όσο ο ήλιος είναι ψηλά οι βολές µας είναι όλες µακρινές, και οι κοντινές θα γίνουν όταν αυτός γείρει προς τη δύση. Ελαφρύ αεράκι από τη θάλασσα, καλοσύνη, και στεριανός καιρός, είναι οι ευνοϊκότερες συνθήκες, ενώ η φουσκοθαλασσιά και η ανακατωσούρα δύσκολα θα µας δώσουν τα συγκεκριµένα ψάρια.
Ρίχνοντας τα δολώµατά µας στο νερό και παίρνοντας τα ανάλογα µπόσικα ώστε το δόλωµα να αποµακρυνθεί από το βαρίδι αν χρειαστεί, αφήνουµε την πετονιά του µηχανισµού µας χαλαρή, τοποθετούµε τον ανάλογο ειδοποιητή και λασκάρουµε τα φρένα. Με αυτόν τον τρόπο επιθυµούµε το δόλωµά µας να είναι όσο γίνεται πιο ελεύθερο και φυσικό όταν το ακουµπήσει η µεγάλη τσιπούρα. ∆ε θέλουµε να βρει αντίσταση, γιατί τότε δύσκολα θα το καταπιεί. Αν δεν της προξενήσει υποψίες, τότε το τραβά λίγα εκατοστά πιο πέρα και στη συνέχεια το καταπίνει, µε συνέπεια να πιαστεί σίγουρα. Τότε ο ειδοποιητής πετιέται απότοµα προς τα επάνω, και το καλάµι αρχίζει να λυγίζει, δίνοντας σήµα πως έχει έρθει η ώρα να πάρουµε το καλάµι στα χέρια µας, να σφίξουµε τα φρένα του µηχανισµού και να καρφώσουµε δυνατά, ώστε το αγκίστρι να σιγουρέψει το ψάρι. Η συνέχεια είναι εύκολη, φθάνει να φροντίζουµε να έχουµε συνεχώς επαφή µε τα ψάρια, τα οποία πολλές φορές έρχονται «σφαίρα» προς τα έξω µε το δόλωµα στο στόµα, κάνοντάς µας να πιστέψουµε για λίγο πως χάθηκαν. Βέβαια, υπάρχουν και οι στιγµές που τα ψάρια δεν έχουν όρεξη και τρώνε µίζερα. Τότε δύσκολα θα καταφέρουµε µε τον προηγούµενο τρόπο να πάρουµε κάποια από αυτά. Εκεί θα χρειαστεί να αλλάξουµε τακτική και να πάρουµε το καλάµι στα χέρια. Μόλις νιώσουµε κάποιες µικροτσιµπιές, προσπαθούµε να καρφώσουµε στην πιο αξιόλογη.