Casting: Ψαρεύοντας τα λαβράκια με ζωντανό
Το λαβράκι είναι ο άρχοντας-κυνηγός της παράκτιας ζώνης και των λιµανιών, όπου έχει συνεχή παρουσία όλο το χρόνο.
Οι ενδιαιτήσεις του συµπεριλαµβάνουν περιοχές µε υφάλµυρα ύδατα (εκβολές κλπ.) και γενικά περιοχές µε συγκέντρωση κοπαδιών µικρόψαρων, όπου διάφορα φυσικά «στολίδια» του βυθού (πέτρες, φυκιάδες) ή καταστάσεις της θάλασσας (νερά µε χαµηλή ορατότητα), καθώς και τεχνητά «καρτέρια» (ρεµέντζα κλπ.), του χαρίζουν τέλεια κάλυψη για τις ενέδρες του. ∆ε φηµίζεται για την αντοχή του σε ένα κυνηγητό διαρκείας, και γι’ αυτό προτιµά να στήνει παγίδες στα υποψήφια θύµατά του. Όπως και να ‘χει όµως, είναι ένα ψάρι πανέξυπνο και πολύ πονηρό, και θα χρειαστεί µεγάλη προσπάθεια από τον ψαρά για να το δελεάσει, να το ξεγελάσει και τελικά να το νικήσει.
Λαβράκια σε λιµάνια
Αν και οι κατ’ εξοχήν τρόποι που εφαρµόζονται για το ψάρεµά του, είναι το spinning, το εγγλέζικο και τα ογκώδη νωπά ψαροδόλια σε πολυάγκιστρο (σαρδέλα, φρίσσα, λωλός από χταπόδι κ.ά.), µία ζωντανή γαρίδα σε µονάγκιστρο που αρµενίζει ελεύθερα, αποτελεί πάντα δέλεαρ για το λαβράκι. ∆ολωµένη κοντά στην ουρά, µε πολύ προσοχή ώστε να µη χάσει καθόλου την κινητικότητα και τη φυσική της παρουσία, αποτελεί ένα ακαταµάχητο όπλο για όσους λατρεύουν το ψάρεµα του λαβρακιού.
Απαραίτητο όπλο στην προσπάθειά µας, ένα λεπτοκαµωµένο αγκίστρι σε µέγεθος Νο 4, µε διακριτική αιχµή για να µην ταλαιπωρήσει τη γαρίδα και πολύ διεισδυτικό αρπάδι για να «σκαλώσει» στο στόµα του ψαριού, ακόµα και αν καταλάβει την παγίδα και προσπαθήσει να το φτύσει.
Η νύχτα είναι πάντα σύµµαχός µας, αλλά χρησιµοποιώντας ένα παράµαλλο από fluorocarbon, µπορούµε να έχουµε καλά αποτελέσµατα και τη µέρα. Η διάµετρος της πετονιάς εξαρτάται από το σηµείο του λιµανιού που ψαρεύουµε, αφού οι µπούκες θεωρούνται πιο εύκολοι τόποι, µε λιγότερους κινδύνους για το παράµαλλό µας και µπορούν να ψαρευτούν ακόµα και µε υλικά διαµέτρου 0,21-0,23 mm, φυσικά επώνυµα και εγγυηµένης αντοχής.
Αντίθετα, αν διαλέξουµε να στείλουµε την αρµατωσιά µας ανάµεσα σε ελλιµενισµένα σκάφη, σχοινιά και ρεµέντζα, θα πρέπει να αυξήσουµε τη διάµετρο για να αποφύγουµε τα «χειρότερα», αφού τα περιθώρια µάχης µε ένα ψάρι που γνωρίζει καλά τα κατατόπια ελαχιστοποιούνται και θα πρέπει όλα να γίνουν πιο γρήγορα.
Εδώ δεν έχουµε την πολυτέλεια να ψαρέψουµε το λαβράκι τεχνικά, χρησιµοποιώντας τα φρένα και τη δράση (παραβολή) του καλαµιού µας. Έτσι, θα πρέπει να στηριχτούµε σε πιο δυνατούς και ταυτόχρονα γρήγορους µηχανισµούς και να καταφύγουµε σε πετονιές διαµέτρου 0,28-0,35 mm, κοντράροντας κάθε κεφάλι του ψαριού και εµποδίζοντάς το να ελιχθεί και να εκµεταλλευτεί προς όφελός του οποιοδήποτε τεχνητό εµπόδιο.
Τα νυχτερινά ψαρέµατα, δηλαδή µετά τα µεσάνυχτα και µέχρι την ανατολή του ήλιου, είναι σίγουρα πιο αποδοτικά από τα ηµερήσια, αφού το λιµάνι ησυχάζει από κίνηση µέσα και έξω από το νερό, και τα µικρόψαρα συγκεντρώνονται σε κοπάδια µε µεγαλύτερο πλήθος και συνοχή, προσελκύοντας περισσότερους κυνηγούς.
Το παράµαλλό µας θα πρέπει να έχει µήκος γύρω στο 1-1,5 µέτρο και ανάµεσα σε αυτό και στο συρόµενο µπαλάκι buldo που έχουµε περάσει στη µάνα, υπάρχει µόνο ένα µικρό στριφτάρι για να µη βερινιάζει ή µπερδεύεται εύκολα, και µία µικρή, ελαστική χάντρα, για να µη σφηνώνει το στριφτάρι στο σωληνάκι από το µπαλάκι. Για πιο «χοντρό παιχνίδι», τη θέση της γαρίδας µπορεί να πάρει ένας κοκοβιός, ο οποίος αποτελεί ξεχωριστό µεζέ για το λαβράκι. Λίγη προσοχή χρειάζεται µόνο στο stop από σιλικόνη ή πετονιά που έχουµε προσαρµόσει στη µάνα του µηχανισµού, αφού πρέπει να σταθεροποιεί το µπαλάκι αρκετά πάνω από το βάθος του λιµανιού, για να µη χωθεί το ψάρι κάπου και «ντέσει» η αρµατωσιά µας.
Πολύ καλή λύση για τη µέρα είναι και η αθερίνα, το παπαλινάκι, το γοπί ή τα µπαλαδάκια. Το κακό µε τη γαρίδα και τη συνεργασία της µε το µπαλάκι, είναι πως δεν υπάρχει η ευαισθησία που χαρίζει το εγγλέζικο, όπου το δόλωµα µας «προειδοποιεί» για την παρουσία του κυνηγού, κάνοντας τον ευαίσθητο φελλό να τρεµουλιάζει και να ψιλοβυθίζεται. ∆ε βαριέσαι όµως, αν το λαβράκι θέλει να φάει, το σκοτάδι το κάνει να αισθάνεται µεγαλύτερη σιγουριά, και όταν το µέγεθος του ψαριού είναι µη ευκαταφρόνητο, τότε θα αισθανθούµε την παρουσία και την τσιµπιά του µία και καλή…!
Επειδή δεν αναφέρθηκα καθόλου στην εξασφάλιση του ζωντανού δολώµατος, µία µικρή απόχη µε δίχτυ σαν τούλι µπουµπουνιέρας και ένας φακός, αρκούν για να ανακαλύψουµε πολλά µικρά µατάκια που λαµπυρίζουν στο φως και µαρτυρούν τη θέση των γαρίδων. Μία άλλη σίγουρη «πηγή γαρίδας», είναι οι µισοβυθισµένες στο νερό «µπαλότσες» (λάστιχα αυτοκινήτων για την αποφυγή σύγκρουσης του σκάφους στο ντόκο). Απλά ανασηκώνουµε µία από το σχοινί ή την αλυσίδα της και την αδειάζουµε στο τσιµέντο. Αν δεν υπάρχουν και άλλοι «µουστερήδες» που αναζητούν το περιζήτητο αρθρόποδο, τότε θα εξασφαλίσουµε σίγουρα δόλωµα ΑΑ΄, επαρκές ποιοτικά και ποσοτικά.
Το λαβράκι µε ζωντανό ψάρι από παραλία
Οι εκβολές µικρών ποταµών και ρεµάτων, είναι τόπος πλούσιος σε τροφή και για τα µικρά ψάρια, αλλά και για τα µεγαλύτερα τα οποία τρέφονται µε τα µικρά. Οι ουσίες που παρασύρει το νερό στο διάβα του, χόρτα, σπόροι, µικροοργανισµοί, σκουλήκια, αποτελούν δέλεαρ για τους κέφαλους και τις σάλπες κατά κύριο λόγο, αλλά και για άλλα είδη, όπως πχ. για τα λιτσάκια και τα πιο τοπιάρικα ψάρια, όπως οι σπάροι, οι µουρµούρες, τα µπαρµπουνάκια, τα σαργουδάκια κ.ά.
Η συγκέντρωση των µικρόψαρων αποτελεί µε τη σειρά της πόλο έλξης για τα µεγαλύτερα ψάρια-κυνηγούς, όπως τα λαβράκια, τα γοφάρια και οι µεγάλες λίτσες. Η µειωµένη ορατότητα των νερών, δίνει στα µεγάλα ψάρια την απαραίτητη κάλυψη για τις ενέδρες τους και έτσι σε συνδυασµό µε τη σχεδόν σίγουρη εξασφάλιση της τροφής, το κίνητρο για τα κυνήγια στα ρηχά είναι µεγάλο.
Προσωπικά, συνηθίζω να συνδυάζω ένα ψάρεµα για κέφαλους µε πολυάγκιστρα, µε το ψάρεµα
των λαβρακιών µε ζωντανό ψάρι. Έτσι, αφήνοντας µία ποσότητα µαλάγρας στο σηµείο που εκβάλλουν τα νερά, είναι σίγουρο ότι ο διασκορπισµός της θα µαζέψει πολλά µικρόψαρα στη γύρω περιοχή, ο ανταγωνισµός µεταξύ τους θα φέρει κάποια µεγαλύτερα στα πολυάγκιστρά µου µε το ψωµί στον αφρό και το βυθό, και όλα µαζί θα τραβήξουν τα βλέµµατα των λαβρακιών.
Ένας κουβάς µε θαλασσινό νερό που θα ανανεώνεται συχνά, θα αναλάβει να κρατήσει τα µικρόψαρα σε καλή κατάσταση, µέχρι να δολωθούν και να αναζητήσουν τους µεγάλους θηρευτές (γιατί µιλήσαµε για λαβράκια, αλλά και οι λίτσες δε θα πουν όχι σε ένα ζουµερό µικρόψαρο µε µειωµένη άνεση κινήσεων, δηλαδή σε ένα εύκολο στόχο).
Από πλευράς καιρικών συνθηκών, οι συννεφιασµένες µέρες αποτελούν σίγουρα σύµµαχό µας, ενώ και η θολούρα των νερών επιδρά καταλυτικά στη συµπεριφορά των ψαριών, αφού αισθάνονται πιο ασφαλή και είναι λιγότερο καχύποπτα, φαινόµενο που κυρίως οφείλεται στη µικρότερη ορατότητα των εργαλείων µας στο νερό.
Συµπεριφορά των δολωµάτων
Τα µικρόψαρα έχουν διαφορετική συµπεριφορά και αντοχή το καθένα. Έτσι, µουρµούρες και σπαρειδή, σαν γνήσια πατόψαρα που είναι, συνηθίζουν να κινούνται πολύ χαµηλά, µε µεγάλη πιθανότητα να χωθούν σε µία έστω και αραιή συστάδα από φύκια και να µείνουν ακίνητα µέχρι να τα τραβήξουµε έξω, ενώ παράλληλα διαθέτουν και µειωµένη αντοχή, οπότε ψοφούν πιο εύκολα.
Οι κέφαλοι και οι σάλπες είναι µία µέτρια κατάσταση. Ναι µεν συχνά κινούνται ψηλά στην υδάτινη στήλη, αλλά λόγω µεγάλης πονηριάς και νοηµοσύνης (οι πρώτοι) και αεικίνητης φύσης-δυναµισµού (οι δεύτερες), πολλές φορές παλεύουν να απαλλαχτούν από την πετονιά κινούµενα σύρριζα στο βυθό, µε σκοπό να βρει το αγκίστρι που τα κρατά σε κάποιο φύκι ή πέτρα, και να φύγει από πάνω τους. Από πλευράς αντοχής, είναι όµως πραγµατικά «σκυλιά», και συνήθως, αν δε δελεάσουν κάποιο µεγάλο ψάρι κατά τη διάρκεια του ψαρέµατός µας, κερδίζουν επάξια την ελευθερία τους µετά το τέλος του, έστω και µε κάποιες επιπόλαιες πληγές (οι οποίες όµως δεν πλήττουν τη λειτουργικότητά τους).
Τέλος, οι µικρές λίτσες είναι κυριολεκτικά πρωταθλητές αντοχής, κινούνται σε µεσαία βάθη ή κοντά στην επιφάνεια και προκαλούν κάθε κυνηγό να «παίξει» µαζί τους το παιχνίδι της επιβίωσης.
Αρµατωσιά
Η αρµατωσιά είναι απλή, αφού περιλαµβάνει µόνο ένα παράµαλλο από fluorocarbon 0,23-0,28 mm (ανάλογα τα ψάρια που έχουν πιαστεί στο παρελθόν από εµάς ή έχουµε πληροφορίες ότι κυκλοφορούν στο σηµείο) µε ένα αγκίστρι στη µία άκρη του και στην άλλη τη θηλιά από ένα στριφτάρι.
Στη µάνα του µηχανισµού µας περνιέται ένα βαρίδι ελιά βάρους 40-100 γραµµαρίων, ανάλογα µε το µέγεθος του ψαριού και το c.w. του καλαµιού µας (γενικά µιλάµε για καλάµια που µπορούν να διαχειριστούν µε ασφάλεια µέχρι και 150 γραµµάρια συνολικού βάρους). Το βαρίδι ακολουθεί µία χάντρα από καουτσούκ διαµέτρου 5 χιλ., για την προστασία του κόµπου της µάνας στη δεύτερη θηλιά του στριφταριού. Ειδικά για την περίπτωση που στο αγκίστρι µας υπάρχει δολωµένο ψάρι µε τη συνήθεια να τρυπώνει, παραθέτουµε εναλλακτικό σχέδιο αρµατωσιάς που µπορεί να το κρατά πάντα ψηλότερα από το βυθό.
Και εδώ υπάρχουν όµως κάποια µειονεκτήµατα, αφού το µπαλάκι κρατάει µεν το ψάρι ψηλά, αλλά το κουράζει αφού αναγκάζεται να το «κουβαλάει» σε κάθε του κίνηση, ενώ είναι και ένας ανασταλτικός παράγοντας για τις τσιµπιές, αφού το σύνολο είναι λίγο πιο «φωναχτό». Έτσι, επιβάλλεται η χρήση διαφανούς buldo και η προτίµηση της παρουσίασης κυρίως σε θολά νερά. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η απόσταση και το υλικό κατασκευής της πετονιάς ανάµεσα σε µπαλάκι και ψάρι (οπωσδήποτε fluorocarbon, µήκος πάντα µικρότερο από την απόσταση buldo-βαρίδι), ώστε το ψάρι κινούµενο σε κύκλο µε ακτίνα το µήκους του παράµαλλου, να µη φτάνει ποτέ στο βυθό και µάλιστα να µένει σε απόσταση 20 εκ. τουλάχιστον πάνω από αυτόν.
Ξεχάσαµε να πούµε ότι το µπαλάκι δεν περιέχει σταγόνα νερό, αλλά αυτό θεωρείται αυτονόητο αν θέλουµε να πετύχουµε τη µέγιστη πλευστότητά του.
Τρόπος δόλωσης
Η δόλωση του ψαριού γίνεται από επάνω, λίγο µετά το ραχιαίο πτερύγιο, ή κάτω, ακριβώς πίσω από την έδρα, ώστε να επιτρέπεται η αβίαστη και πολύ φυσική κίνησή του. Το αγκίστρι, συνήθως Νο 1-3, νίκελ, µε δυνατό κορµό και κοφτερό αρπάδι, περνιέται µόνο µία φορά και ξεπερνιέται µέχρι την άλλη πλευρά της σάρκας τους, προσέχοντας πολύ να µη σπάσουµε τη ραχοκοκαλιά τους.
Αν κάποια φορά τα διαθέσιµα δολώµατα είναι µεγαλύτερα ψάρια (πχ. κέφαλοι γύρω στα 20 εκ.), τότε για ασφάλεια στη ρίψη µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε παράµαλλο µε δύο αγκίστρια, το οποίο φτιάχνουµε εκείνη την ώρα για να ταιριάζει στις «αναλογίες» του δολώµατος.
Η δόλωση γίνεται από δύο σηµεία, µε το πρώτο αγκίστρι πίσω από το ραχιαίο πτερύγιο και το δεύτερο στην ουρά του ψαριού, πάντα προσεκτικά για να µην πληγεί η ραχοκοκαλιά του.
Ρίψη-ανάκτηση-χειρισµός του ψαριού-απόχιασµα
Η ρίψη του δολώµατος στο νερό γίνεται µε το καλάµι να σχηµατίζει γωνία 45ο µε το έδαφος, πάνω από το κεφάλι, µε όσο το δυνατόν πιο ήπια φόρτιση για να µην ταλαιπωρηθεί η ραχοκοκαλιά του ψαριού και δεν αντέξει πολύ ώρα στο νερό.
Στην περίπτωση της αρµατωσιάς µε το buldo και το βαρίδι, η ρίψη χρειάζεται λίγο περισσότερο προσοχή, γιατί λόγω της µεταξύ τους απόστασης (ψάρι-µπαλάκι-βαρίδι), όλα κινούνται ανεξάρτητα.
Ανάλογες συνέπειες υπάρχουν στην απόσταση και την ακρίβεια της ρίψης, αλλά και στη λειτουργικότητα του ψαριού, αφού κατά τη στιγµή της επαφής µε το νερό, «καταπιέζεται» και από τα δύο υλικά µε διαφορετικό τρόπο. Μαλακό καλάµι, ήπια ρίψη, και ψάρι σε καλή φυσική κατάσταση, µειώνουν αισθητά το πρόβληµα. Μόλις το βαρίδι ακουµπήσει στο βυθό, η πετονιά αφήνεται χαλαρή, µε πολλά µπόσικα, για να µπορεί το λαβράκι να πάρει το ψάρι και να το καταπιεί µε την ησυχία του, χωρίς να καταλάβει αντίσταση. Αν το αγκίστρι περάσει λίγο πίσω από τα βράγχια, ακόµα και αν καταλάβει κίνδυνο και προσπαθήσει να το φτύσει, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα σκαλώσει κάπου στο εσωτερικό του στόµατος (σπάραχνα, στοµατική κοιλότητα, χείλος), αφού η ακίδα και το αρπάδι του εξέχουν από το ψαροδόλι.
Τα λαβράκια γενικά δε µάχονται πολύ δυνατά όταν είναι πιασµένα εσωτερικά του στόµατος και κάπου βαθύτερα από τα χείλη τους, ενώ όταν και η σύσταση του βυθού δεν τους προσφέρει δυνατότητα απελευθέρωσης, όπως πχ. θα γινόταν αν ψαρεύαµε σε λιµάνι γεµάτο σχοινιά και ρεµέντζα, αποδέχονται ακόµα πιο εύκολα την ήττα τους.
Η αντίστασή τους περιορίζεται σε µερικά χτυπήµατα του κεφαλιού, ίσως κάποια αλλαγή πορείας, ενώ τα αυγωµένα θηλυκά µπορεί να έρθουν έξω ακόµα και χωρίς καθόλου αντίσταση, ανεξάρτητα από το µέγεθός τους. Ίσως η στιγµή του αποχιάσµατος να τα τροµάξει λίγο η θέα του στεφανιού της απόχης και να κάνουν µία ύστατη, απέλπιδα προσπάθεια να ελευθερωθούν, χωρίς όµως ουσιαστική θέληση να ανατρέψουν την εις βάρος τους κατάσταση.
Πάντως η απόχη µας καλό θα είναι να διαθέτει δίχτυ από πετονιά µε µεγάλο µάτι (2-3,2 εκ.), ώστε να µην τροµάζει τα ψάρια και ταυτόχρονα να µας εξυπηρετεί και σε άλλα ψαρέµατα (πχ. πολυάγκιστρα, όπου τα µπλεξίµατα των αγκιστριών στις απόχες µε ψιλό µάτι είναι πάντα χρονοβόρα).
Ψαρεύοντας από παραλία, η απόχη δεν είναι απολύτως απαραίτητη, αφού το ψάρι µπορεί να έλθει έξω µε τη µικρή βοήθεια των κυµάτων. Σε σηµεία αρκετά ψηλότερα από τη στάθµη του νερού όµως, η χρήση της απόχης επιβάλλεται, γιατί εκτός του προφανούς κινδύνου απώλειας του ψαριού, είναι πολύ επικίνδυνο να το σηκώσουµε ψηλά χωρίς «βοήθεια», µιας και ελλοχεύει ο κίνδυνος σπασίµατος του καλαµιού µας, ειδικά όταν το ψάρι είναι µεγάλο.
Γενικά, προτιµούµε τις απόχες µε µεγάλο στεφάνι σχήµατος “U” (όχι στρογγυλές, όπως οι match), µε πλευρά τουλάχιστον 50 εκ. ώστε να µπορούµε να διαχειριστούµε εύκολα τα µεγάλα ψάρια, ανοξείδωτη, βιδωτή κεφαλή προσαρµογής στο κοντάρι για µέγιστη αντοχή και ασφάλεια «υπό φορτίο», και κοντάρι τηλεσκοπικό, µε µήκος ακόµα και 4+ µέτρα σε πλήρη ανάπτυξη, για να µην αγχωνόµαστε ακόµα και όταν ψαρεύουµε από ψηλά σηµεία. Το υλικό κατασκευής
απόχης και κονταριού, είναι φυσικά το αλουµίνιο, για µειωµένο βάρος και µικρότερη κόπωση του χρήστη.
Τι γίνεται τις λιγότερο «δραστήριες» µέρες;
Αν δεν έχουµε καθόλου σηµάδια επίσκεψης ψαριών στο δόλωµά µας, τότε ελέγχουµε κάθε περίπου µία ώρα ότι ζει και µπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του επάξια. Κάποιες φορές ίσως είναι καλό να πάρουµε δύο-τρία µέτρα πετονιά και να αλλάξουµε λίγο θέση στα δολώµατά µας, ώστε αν έχουν καταφέρει να τρυπώσουν, να βγουν σε κάποιο καθαρό σηµείο και να είναι πιο εκτεθειµένα στα µάτια των κυνηγών.
Οι λίτσες και οι κέφαλοι δείχνουν αµέσως τη δύναµή τους προβάλλοντας αντίσταση στην ανάκτηση της πετονιάς, η οποία στις µεν πρώτες µοιάζει σαν κάποιος να µας κρατά την πετονιά ακίνητη, µετά να την αφήνει, να ξανακοντράρει, κοκ., ενώ στους κέφαλους είναι µία πιο απαλή αντίσταση µε ταυτόχρονο σπαρτάρισµα (µικρά χτυπήµατα). Τα υπόλοιπα ψαροδόλια που έχουν εµφανώς µικρότερη αντοχή, µειώνουν αισθητά τα πλεονεκτήµατά µας για κάποια σύλληψη. Παρόλα αυτά, «περί ορέξεως, ουδείς λόγος», αφού έχει τύχει να πιάσουµε µικρότερα λαβράκια ή χταπόδια ακόµα και µε ψόφια δολώµατα!
Επίλογος
Το ψάρεµα του λαβρακιού µε ζωντανό, µπορεί να γίνει συµπληρωµατικά και παράλληλα µε κάποιο άλλο ψάρεµα (πχ. πολυάγκιστρα αφρού-βυθού µε ψωµί, casting µε µονάγκιστρα ή διπλαράκια κλπ.) και να µας δώσει κάποια ανέλπιστα καλά αποτελέσµατα και µεγάλες συγκινήσεις, αφού το ζωντανό δόλωµα είναι µία µη ευκαταφρόνητη πρόκληση και η χρήση του αυξάνει κατακόρυφα την πιθανότητα συνάντησης µε ένα γίγαντα της παράκτιας ζώνης!