Το Drifting για τόνους, φαίνεται σαν άλλο ένα απλό ψάρεµα στο οποίο δολώνουµε ένα µεγάλο ψάρι σε ένα µεγάλο αγκίστρι, ρίχνουµε µαλάγρα στη θάλασσα και περιµένουµε κάποιο πελαγίσιο ψάρι να φανεί… Στην πραγµατικότητα, το drifting είναι ένα πολύ σύνθετο ψάρεµα και χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά και οργάνωση, για να φτάσουµε στο επιθυµητό αποτέλεσµα.
Το drifting για τονοειδή, αλλά και για παρεπόµενα, εξ ίσου ισχυρά και µεγάλα αλιεύµατα, είναι ένα από τα πιο οµαδικά ψαρέµατα. Τα παρεπόµενα αλιεύµατα µπορεί να είναι ξιφίες, αλλά και ιστιοφόροι της Μεσογείου, χωρίς να αποκλείονται και άλλα πιο σπάνια θηράµατα (προσοχή στις απαγορεύσεις, θα αναφερθούμε σχετικά στο τέλος του άρθρου). Για να έχουµε αυξηµένες πιθανότητες επιτυχίας, χρειαζόµαστε ένα αξιόπλοο σκάφος, µε πλήρωµα τριών ατόµων. Οριακά και τα δύο άτοµα µπορούν να αντεπεξέλθουν στην πρόκληση ενός µεγάλου ψαριού, αλλά αν είµαστε µόνοι µας και το ψάρι είναι πάνω από 100 κιλά, καλύτερο είναι να κόψουµε το νήµα όσο πιο νωρίς γίνεται, για να αποφύγουµε την άσκοπη ταλαιπωρία, τόσο εµείς όσο και αυτό.
Και επειδή το “κόψιµο” είναι εύκολο να το λέµε, αλλά δύσκολο να το κάνουµε (τι ψαράδες θα ήµασταν άλλωστε αν τα κόβαµε στην πρώτη δυσκολία), ιδού η εναλλακτική λύση: παλεύουµε το ψάρι µε το καλάµι στην καλαµοθήκη και ότι ήθελε προκύψει. Με τη µέθοδο αυτή και στο τιµόνι µπορούµε να επέµβουµε και την ταχύτητα του σκάφους να αυξοµειώσουµε, χωρίς να χαλαρώσουµε την πίεση στο ψάρι, οπότε µε αρκετή προσοχή και πολύ µεγάλη τύχη, θα το φέρουµε µέχρι το σκάφος µας. Πάντως, το πιο δύσκολο µέρος αν είµαστε µόνοι µας, είναι να το “γαντζώσουµε” και να το ανεβάσουµε στο σκάφος µας.
Η οµάδα λοιπόν που θα ασχοληθεί µε το ψάρεµα αυτό, χρειάζεται οργάνωση, σχέδιο, µελέτη και πειθαρχία, σε όλες τις φάσεις αυτής της πραγµατικά δύσκολης και σύνθετης αλιευτικής τεχνικής. Χρειάζεται επίσης ένα αξιόλογο προϋπολογισµό, τόσο για τον απαιτούµενο εξοπλισµό, όσο και για την προµήθεια των δολωµάτων και των αναλωσίµων κάθε ψαρέµατος. Αν πάντως η οµάδα τα κάνει όλα σωστά και έχει επίσης λίγη τύχη µε το µέρος της, η ανταµοιβή της θα είναι ένα ψάρεµα χαραγµένο ανεξίτηλα στη µνήµη για πάντα και θα απαθανατιστεί στις φωτογραφικές µηχανές των µελών της.
Μεγάλο ρόλο στην επιτυχία µας, παίζει τόσο η εποχή που θα βγούµε για τόνους (η οποία ποικίλει ανάλογα µε το µέρος της Ελλάδας στο οποίο ψαρεύουµε), αλλά και ο καιρός της συγκεκριµένης ηµέρας, ο οποίος πρέπει να είναι ήπιος, µε αέρα έντασης έως 3 Beaufort. Σε αντίθετη περίπτωση, δε θα µπορέσουµε να βρούµε τα ψάρια, αλλά ούτε και να δηµιουργήσουµε το “µονοπάτι τροφής” µε τα δολώµατα µας, ώστε τα ψάρια να οδηγηθούν προς το σκάφος µας.
Επί πλέον, αν έχει ρεύµατα και κυµατισµό, δε θα µπορέσουµε να σταθεροποιήσουµε τα ψαροδόλια στα αγκίστρια των καλαµιών µας, για να δείχνουν φυσικά και λαχταριστά στους τόνους. Αφού αποφασίσουµε λοιπόν ότι οι συνθήκες είναι κατάλληλες για το ψάρεµά µας, συµβουλευόµενοι το αγαπηµένο µας µετεωρολογικό site (για εµάς είναι το www.meteo.gr µε τους πολύ ακριβείς ιστιοπλοϊκούς χάρτες του) και αφού ελέγξουµε τον αλιευτικό µας εξοπλισµό και προµηθευτούµε τα δολώµατά µας, πάµε στο επιλεγµένο για το drifting σηµείο. Η επιλογή του σηµείου, εξαρτάται από µια σειρά παράγοντες σχετικούς µε την εποχή και τις συναντήσεις µας µε τόνους στο παρελθόν, τα θαλάσσια ρεύµατα που καθορίζουν την πορεία της τροφής των τόνων, το βάθος (πρέπει να είναι από 100 µέχρι και 500 µέτρα) και φυσικά, τη διαµόρφωση του βυθού, ώστε να βοηθά στην ύπαρξη σαρδέλας, θράψαλων και φρίσσας, άρα και τόνων στην περιοχή.
Στα τελευταία 500 µέτρα πριν την άφιξη του σκάφους στο ακριβές σηµείο του ψαρέµατός µας, αρχίζουµε σταδιακά να ρίχνουµε µια ολόκληρη φρίσσα ή σαρδέλα, κάθε 15-20 δευτερόλεπτα στη θάλασσα. Με τον τρόπο αυτό δηµιουργούµε το µονοπάτι τροφής που θα οδηγήσει τους τόνους στα καλάµια µας. Αφού φτάσουµε στο γνωστό και σηµάδι, δολώνουµε τα καλάµια µας µε τους κολιούς ή τα σαβρίδια και βάζουµε στο στόµα κάθε δολωµένου ψαριού, ένα ή δύο βαρίδια των 20-30 γραµµαρίων, ανάλογα πάντα µε το µέγεθος του, ώστε αφ’ ενός να ισορροπεί καλά στο αγκίστρι µας και αφ’ ετέρου να βυθίζεται και να µη µένει στην επιφάνεια ή να κάνει εξαιρετικά µεγάλες γωνίες σε σχέση µε το σκάφος µας, παρασυρόµενο από το ρεύµα και τον αέρα. Οι συνεργάτες µας, εξακολουθούν να ρίχνουν ψάρια στη θάλασσα, αλλά µε εντονότερο ρυθµό πια, δηλαδή δύο-τρία ολόκληρα ψάρια, κάθε 15-20 δευτερόλεπτα.
Το πρώτο δόλωµα βυθίζεται στα 70-80 µέτρα και στη συνέχεια δένουµε µε ένα λαστιχάκι ένα µπαλόνι στο νήµα µας και το αφήνουµε στην επιφάνεια του νερού. Το ίδιο κάνουµε και µε το δεύτερο δόλωµα, µόνο που αυτό πρέπει να ψαρεύει στα 30-40 µέτρα, ώστε να καλύψουµε µεγαλύτερο µέρος της θαλάσσιας στήλης πίσω από το σκάφος µας. Τα καλάµια µας τοποθετούνται σε στέρεες και καλά ασφαλισµένες καλαµοθήκες, ενώ δένονται επί πλέον και στα ρέλια του σκάφους, για να αποφύγουµε την απώλειά τους τα πρώτα κρίσιµα λεπτά του χτυπήµατος και του τραβήγµατος του τόνου. Τα φρένα µας, ρυθµίζονται στα 6-7 κιλά, είτε εµπειρικά, είτε µε ένα κανταράκι, το οποίο µπορεί να δείξει µε µεγαλύτερη ακρίβεια τη δύναµη που εξασκείται σε αυτά.
Αφού οργανώσαµε τον εξοπλισµό µας, αραιώνουµε τη συχνότητα ρίψης µαλάγρας, ρίχνουµε δηλαδή ένα κοµµένο πια στη µέση ψάρι, κάθε 15-20 δευτερόλεπτα. Και επειδή ή µέτρηση των δευτερολέπτων είναι εκνευριστική και µονότονη όταν γίνεται συνέχεια, µια εύκολη µέθοδος για να ξέρουµε πότε περάσανε αυτά και πρέπει να ρίξουµε το επόµενο µισό ψάρι στη θάλασσα, είναι να το κάνουµε αµέσως µόλις εξαφανιστεί το προηγούµενο από το οπτικό µας πεδίο.
Έτσι, το µονοπάτι που οδηγεί τους τόνους στη βάρκα θα µείνει ακέραιο και αν αυτοί βρίσκονται κάπου κοντά, σύντοµα θα φανούν στο βυθόµετρό µας. Κάποια στιγµή, καθώς ψάχνουµε να δούµε αν χάθηκε το προηγούµενο κοµµάτι ψαριού ώστε να ρίξουµε το επόµενο, θα δούµε µια µεγάλη σκιά να αναδύεται από τα βαθύτερα νερά, συνήθως ακολουθούµενη από µια δεύτερη ή τρίτη και σε αρκετές περιπτώσεις, πριν καν το συνειδητοποιήσουµε, ένα κοπάδι τόνων κόβει βόλτες γύρω από τη βάρκα µας, δοκιµάζοντας τις λιχουδιές που τους ρίχνουµε. Επειδή όµως τα ψάρια-µέλη του κοπαδιού είναι συνήθως γύρω στα 100 κιλά και µερικές φορές πολύ µεγαλύτερα, πρέπει να είµαστε βέβαιοι ότι δεν έχουµε κάνει το µοιραίο λάθος, που µπορεί να οδηγήσει στην κοµµένη πετονιά. Το λάθος αυτό, µπορεί να είναι ένας κακοδεµένος κόµπος στο αγκίστρι ή στη σύνδεση του νήµατος µε το παράµαλλο, ένα χαλαρό ξετύλιγµα του νήµατος –αρκετό όµως για να του επιτρέψει να µπλέξει στην καλαµοθήκη µας ή στα rollers του καλαµιού-, ή µια λάθος κίνηση από όποιον πάρει το καλάµι στο χέρι για να παλέψει το ψάρι.
Αν ξεφύγουµε και από αυτά τα λάθη, σύντοµα θα διαπιστώσουµε ότι έχουµε συνδεθεί µέσω του καλαµιού µας και του νήµατος που καταλήγει στο στόµα του τόνου, µε την ισχυρότερη “µηχανή” του θαλάσσιου βασιλείου. Το αρχικό φευγιό ενός µεγάλου τόνου είναι από τις πιο συναρπαστικές στιγµές στα ψαρέµατά µας και σίγουρα δε θα το νιώσουµε πολλές φορές στη ζωή µας. Τότε λοιπόν πρέπει να δείξουµε όλη µας την ψυχραιµία και η οµάδα να εκτελέσει µε στρατιωτική ακρίβεια τις ακόλουθες κινήσεις, καθώς εµείς θα έχουµε στραµµένη την προσοχή µας στο καλάµι µας και στο ψάρι στην άκρη της αρµατωσιάς. Το κατάστρωµα αδειάζει από τα υπολείµµατα και τα κουτιά των δολωµάτων, γιατί µπορεί να αποτελέσουν γλιστερές και επικίνδυνες παγίδες για όλους.
Η επιφάνεια του καταστρώµατος θα είναι το κύριο πεδίο µάχης µας, σε όλη τη διάρκεια της πάλης µε το ψάρι και πρέπει να είναι καθαρή και βολική για τον ψαρά. Η µηχανή του σκάφους ξεκινά και το σκάφος κινείται, είτε προς το ψάρι, είτε αντίθετα, πάντα µε χαµηλή ταχύτητα, ανάλογα µε τη φάση του “παλέµατος” και τις οδηγίες του “µαχητή” που κρατά το καλάµι. Αυτός που παλεύει το ψάρι, είναι πάντα ο αδιαµφισβήτητος αρχηγός του πληρώµατος και οι υπόλοιποι πειθαρχούν στις οδηγίες του, έστω και αν διαφωνούν µε αυτές. Το άλλο καλάµι µαζεύεται και τοποθετείται στη θέση του µέσα στο σκάφος, για να µην εµποδίζει. Το τρίτο µέλος του πληρώµατος τραβά συνέχεια φωτογραφίες και βίντεο, οι στιγµές είναι µοναδικές και θα τις ξαναζήσουµε ελάχιστες φορές.
Μετά από το πρώτο φευγιό, το οποίο συνήθως αντιστοιχεί σε 250 µέτρα νήµα στη θάλασσα χωρίς να µπορούµε να κάνουµε οτιδήποτε, το ψάρι θα σταµατήσει “κολληµένο” κοντά στο βυθό. Εµείς πρέπει να αρχίσουµε να “παίρνουµε” νήµα, όσο µας το επιτρέπει φυσικά. Αν ο µηχανισµός µας έχει δύο ταχύτητες, βάζουµε “τα αργά” και τυλίγουµε µε όση δύναµη έχουµε. Μετά από λίγη ώρα, αφού το ψάρι διαπιστώσει ότι δεν µπορεί να ελευθερωθεί τραβώντας, στρέφεται προς το σκάφος. Τότε ο τιµονιέρης, πρέπει να αυξήσει την ταχύτητα του σκάφους και εµείς να τυλίξουµε όσο πιο γρήγορα γίνεται, για να µην επιτρέψουµε στον τόνο να φτύσει το αγκίστρι. Όταν ο τόνος διαπιστώσει ότι δε µπορεί να απαλλαγεί από αυτό, αρχίζει το δεύτερο φευγιό του, εξ ίσου βίαιο µε το πρώτο, αλλά µικρότερης διάρκειας. Το σενάριο που περιγράψαµε, θα επαναληφθεί µέχρι και πέντε φορές συνολικά. Μετά από µάχη δύο ωρών, η πλάτη µας θα πονάει, οι βραχίονές µας θα καίνε, τα γόνατά µας θα τρέµουν και η αναπνοή θα βγαίνει καυτή από το στόµα µας.
Σκέψεις, όπως “να το αφήσουµε” ή “να σφίξουµε πολύ τα φρένα και να τραβήξουµε µε τη µηχανή του σκάφους”, θα αρχίσουν να περνάνε από το µυαλό µας, ειδικά αν είµαστε µόνο δύο άτοµα και µοιραζόµαστε όλη τη φόρτιση του µεγάλου ψαριού. Και πάνω που θα τα σκεφτόµαστε αυτά, θα δούµε σε κάποιο βάθος κάτω από τη βάρκα το γκρί-µπλέ χρώµα του τόνου και θα τα ξεχάσουµε όλα αναφωνώντας, “πω πω, τι ψάρι-τέρας είναι!!!”.
Η κούραση ξεχνιέται αµέσως και καθώς το ψάρι αρχίζει να κάνει κύκλους κάτω από το σκάφος, µε το καλάµι µας να µη µπορεί παρά να το ακολουθεί, η προσοχή µεταφέρεται στις επικίνδυνες προεξοχές, όπως η προπέλα, η βοηθητική µηχανή και γενικά όλα όσα µπορούν ανά πάσα στιγµή να µετατραπούν σε κοφτερά µαχαίρια για το νήµα µας. Μετά από άλλα είκοσι λεπτά και αφού αποφύγουµε επιτυχώς όλα τα παραπάνω εµπόδια, ο τόνος έρχεται δίπλα στο σκάφος, συνήθως γυρισµένος στο πλάι και εµείς πρέπει να µη χάσουµε την επαφή µαζί του, ενώ πρέπει επίσης να αφήσουµε αρκετό χώρο στο φίλο µε το γάντζο ανά χείρας. Το πρώτο κάρφωµα δεν είναι συνήθως αρκετό, αλλά µε το δεύτερο γάντζο µπορούµε να ευθυγραµµίσουµε το ψάρι µε το σκάφος και να περάσουµε στην ουρά του ένα σχοινί, στο οποίο έχουµε κάνει µια θηλιά. Αυτό θα είναι και το τέλος της µάχης.
Και µια ενδιαφέρουσα λεπτοµέρεια. Το σχοινί, αν δεν είναι βυθιζόµενο, δεν περνά εύκολα στην ουρά του τόνου καθώς αυτή κινείται µέσα και έξω από το νερό. Αφού η ουρά δεθεί µε επιτυχία, ακολουθούν οι ζητωκραυγές, οι χειραψίες και τα χτυπήµατα στην πλάτη, για να µην αναφέρουµε και το φούσκωµα του στήθους από υπερηφάνεια. Την επόµενη ηµέρα θα δούµε τις φωτογραφίες και τα βίντεο κλίπς που τραβήξαµε. Τότε θα διαπιστώσουµε πόσο αποφασιστικός ήταν και ο ρόλος του οπερατέρ, δίχως τον οποίο η ανάµνηση του ψαρέµατος αυτού θα ξεθωριάσει, σε τόσο χρόνο, όσος χρειάζεται για να φαγωθεί το ψάρι.
Τα χρήσιµα αναλώσιµα
Αναλώσιµα θεωρούµε όσα τµήµατα του εξοπλισµού µας χάνονται στη διάρκεια του ψαρέµατος, αλλά και όσα υλικά θα χρειαστεί πιθανώς να αντικαταστήσουµε στην επόµενη αλιευτική µας εξόρµηση. Θα χρειαστούµε λοιπόν µερικά βαρίδια των 20-30 γραµµαρίων για να βυθίζουν τα δολώµατα µας και µερικά παιδικά µπαλόνια διαφόρων χρωµάτων, για να µας δείχνουν κάθε στιγµή τη θέση των απλωµένων πετονιών των καλαµιών µας, σε σχέση µε το σκάφος.
Υποψήφια για αντικατάσταση είναι τα λίγα µέτρα της 200αρας αόρατης πετονιάς που θα χρησιµοποιήσουµε, καθώς και τα αγκίστριά µας αν πάρουµε ψάρι. Αγκίστρια θα χρησιµοποιήσουµε κυκλικά, µεγάλης διάστασης, µεγέθους 7/0 ή µεγαλύτερα και θα τα δέσουµε σταθερά στα 4-5 µέτρα αόρατης πετονιάς, είτε µε κόµπο (πράγµα δύσκολο), είτε µε συνδετήρες (δικανάκια) που εφαρµόζουν µε το ειδικό εργαλείο (Crimping tool, κατά τους Αµερικάνους). Αναλώσιµα είναι επίσης και τα δολώµατα που θα προµηθευτούµε από τον ιχθυοπώλη µας. Για τις ανάγκες ενός ψαρέµατος, χρειαζόµαστε, τουλάχιστον 15-20 κιλά σαρδέλα, ή φρίσσα. Αυτά πρέπει να τα συντηρήσουµε σωστά, µε πάγο σε ψυγείο, µέχρι τη στιγµή της πτώσης τους στο νερό. Χρειαζόµαστε επίσης και 2-3 µεγαλύτερα ψάρια για να δολώσουµε, συνήθως κολιούς ή σαβρίδια, ώστε προσελκύσουµε τους τόνους στα καλάµια µας.
Ο εξοπλισµός που θα χρειαστούµε
Για να κάνουµε drifting, χρειαζόµαστε τουλάχιστον δύο πλήρη σετ “σοβαρού” αλιευτικού εξοπλισµού. Μόνο έτσι θα καλύψουµε δύο διαφορετικά βάθη και θα έχουµε αρκετά µεγαλύτερες πιθανότητες να πάρουµε ένα χτύπηµα στην πρώτη µας έξοδο, χωρίς να προσπαθήσουµε, να ξοδευτούµε και να απογοητευτούµε, ξανά και ξανά. Τα καλάµια µας, πρέπει να είναι ποιοτικά, για όρθια συρτή (stand up) στην κατηγορία των 60+ λιµπρών και όσο ισχυρότερα, τόσο καλύτερα. Τα rollers συνηθίζονται στα καλάµια της µεγάλης κατηγορίας, ενώ τα πολύ καλής ποιότητας δαχτυλίδια είναι εξ’ ίσου επιθυµητά και αποδεκτά.
Οι µηχανισµοί µας πρέπει να είναι ποιοτικοί, διάστασης 30 Wide ή µεγαλύτεροι και να παράγονται από “εγνωσµένης φήµης και τεχνογνωσίας», έµπειρο κατασκευαστή. Πιο απλά, πρέπει να διαθέτουν ισχυρά φρένα, τουλάχιστον 30 λιµπρών και µεγάλης αντοχής, τα οποία δε θα ζεσταίνονται, ούτε θα σφάλλουν, στη διάρκεια της µάχης µε ένα µεγάλο ψάρι. Πρέπει επίσης να µπορούν να χωρέσουν πάνω από 500 µέτρα νήµα –τουλάχιστον- 150 λιµπρών και επί πλέον µερικά µέτρα αόρατη πετονιά, 200 λιµπρών. Καλό θα ήταν να είναι Lever και όχι Star Drag, καθώς και να διαθέτουν δύο ταχύτητες. Τα χαρακτηριστικά αυτά πάντως, δεν είναι τόσο σηµαντικά όσο η άριστη ποιότητα του µετάλλου, η εργονοµική λαβή και τα αξιόπιστα φρένα.
Η ζώνη µάχης, την οποία θα χρειαστούµε οπωσδήποτε, πρέπει να στηρίζεται στους γλουτούς και όχι στο στοµάχι, για να µας ξεκουράζει και να µη µας πιέζει εκεί που δεν πρέπει, ενώ οι γάντζοι για την ανάσυρση του ψαριού, πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο και ποιοτικοί. Αποκλείονται γάντζοι πτυσσόµενοι, καθώς και όσοι έχουν πλαστικά τµήµατα και χαλαρές συνδέσεις µε το άγκιστρο τους. Στον απαραίτητο εξοπλισµό, περιλαµβάνουµε τέλος και ένα καλό βυθόµετρο-GPS, για να µας βοηθά στον εντοπισµό και τη διαχείριση των στόχων µας. Θα χρειαστούµε τέλος µερικά µέτρα βυθιζόµενο σχοινί και φυσικά όλα τα εξαρτήµατα που χρησιµοποιούµε συνήθως στα ψαρέµατα µας, όπως πένσες, ψαλίδια µαχαίρια και λοιπά.
Τόννος, ο απαγορευµένος «καρπός»
Πολλοί αναγνώστες µας ρωτούν τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, σχετικά µε την ερασιτεχνική αλιεία του τόνου. Τα πράγµατα λοιπόν, σήµερα που γράφονται αυτές οι γραµµές, έχουν ως εξής: Για το µακρύπτερο τόνο, δεν ισχύει καµία ειδική απαγόρευση.
Γενικότερα, για όλα τα τονοειδή ισχύουν τα συνήθη όρια βάρους των αλιευµάτων, τα οποία ισχύουν και για τα υπόλοιπα είδη ψαριών. Ειδικά για τον ερυθρό τόνο, το bluefin, λόγω ολιγωρίας των αρµοδίων, έχει δοθεί στην Ελλάδα µια πολύ µικρή ποσόστωση, η οποία για το 2012 ήταν περίπου 126.000 κιλά, δηλαδή περίπου 1.200-1.300 κοµµάτια (η ίδια θα ισχύσει και για το 2013). Η ποσόστωση αυτή, εξαντλείται µέσα σε πέντε ηµέρες από το άνοιγµα της αλιευτικής περιόδου των τόνων, την άνοιξη. Η χώρα µας, µε βάση τον αλιευτικό της στόλο και τα λοιπά κριτήρια της Ε.Ε, δικαιούται 1.204.000 κιλά, δηλαδή περίπου 10 φορές περισσότερα από όσα της δίδονται, αλλά καµία Ελληνική κυβέρνηση δεν τα διεκδίκησε. Τα 126.000 κιλά, το Υπουργείο θα έπρεπε να τα κατανείµει σε ποσοστό 80/20 µεταξύ των επαγγελµατιών και των ερασιτεχνών ψαράδων, όπως κάνουν οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Αντί για αυτό, η Ελλάδα δίνει όλη την ποσότητα στους επαγγελµατίες και καµία δυνατότητα αλιείας στους ερασιτέχνες.
Η κατανοµή αυτή, δυνητικά µπορεί να αλλάξει το 2013, αλλά εκτίµησή µας είναι, ότι και φέτος οι ερασιτέχνες θα µείνουµε µε τα ακονισµένα αγκίστρια µας στο χέρι. Τι µπορούµε να κάνουµε λοιπόν; Είτε να µη πάµε για drifting, είτε να εφαρµόσουµε το catch and release, αν συλλάβουµε ερυθρό τόνο και όχι Ιστιοφόρο της Μεσογείου, ή µακρύπτερο τόνο, που επιτρέπονται. Θα µου πείτε, “να αφήσουµε ένα ψάρι-τρόπαιο των 100 κιλών;” Ναι φίλοι µου, ας το κάνουµε. Τη µάχη µαζί του θα τη δώσουµε, τις φωτογραφίες και τα video clips θα τα τραβήξουµε, ας αφήσουµε το ψάρι να γεννήσει για µια ακόµη φορά. Έτσι, θα έχουµε και την ικανοποίηση ότι συµβάλλαµε και εµείς στην προσπάθεια για τη µη εξάλειψη του είδους από τις θάλασσες του πλανήτη µας.
Η γεωγραφία των τόνων, τα ωράρια και οι εποχές τους, στις διάφορες περιοχές της χώρας µας.
Για όσους βρίσκονται και ψαρεύουν στο βόρειο Αιγαίο και στις ακτές της Χαλκιδικής, η καλύτερη περίοδος για τόνους είναι ο χειµώνας και ειδικά οι µήνες Νοέµβριος µέχρι Φεβρουάριο. Από Μάρτιο έως και Μάιο, τόνους θα βρούµε στις ακτές του Πλαταµώνα, στο Κεντρικό Αιγαίο, στις Σποράδες και φυσικά στον Παγασητικό και στα γύρω µέρη. Στα ∆ωδεκάνησα τους συναντούµε την άνοιξη, αλλά και το φθινόπωρο. Στην Νότια Ελλάδα και την Κρήτη εµφανίζονται τον Απρίλιο και µένουν µέχρι τον Ιούλιο. Στο Ιόνιο, τους βρίσκουµε άνοιξη και καλοκαίρι. Για drifting θα βγούµε νωρίς το πρωί, ή σχετικά αργά το απόγευµα, αλλά το πρωινό, µεταξύ 6 και 8, είναι µακράν οι καλύτερες ώρες. Φυσικά αυτά είναι γενικές παραδοχές. Ένας µεγάλος τόνος,ενδέχεται να µας προκύψει οποτεδήποτε και οπουδήποτε και µάλλον θα τον χάσουµε οπωσδήποτε, αν δεν είµαστε σωστά προετοιµασµένοι για τη συνάντηση µαζί του. Αυτή είναι άλλωστε και η µαγεία της θάλασσας και του ψαρέµατος.
•Για Drifting θα βγούµε νωρίς το πρωί, ή σχετικά αργά, το απόγευµα.
•Για τις ανάγκες ενός ψαρέµατος, χρειαζόµαστε, τουλάχιστον 15-20 κιλά σαρδέλα, ή φρίσσα.
•Τα φρένα µας ρυθµίζονται στα 6-7 κιλά, είτε εµπειρικά είτε µε ένα κανταράκι.
•… θα δούµε µια µεγάλη σκιά, να αναδύεται από τα βαθύτερα νερά.
•Η επιφάνεια του καταστρώµατος θα είναι το κύριο πεδίο µάχης µας.
•Μετά από δύο ωρών µάχη, η πλάτη µας θα πονάει, οι βραχίονες µας θα καίνε, τα γόνατα µας θα τρέµουν και η αναπνοή µας θα βγαίνει καυτή.
•Το σχοινί, αν δεν είναι βυθιζόµενο, δεν περνά εύκολα στην ουρά του Τόνου.