Πριν λίγες µέρες, ήµουν καλεσµένος στη Λήµνο από το Τµήµα ∆ιατροφής και Τροφίµων για µια διάλεξη. Από καιρό σχεδίαζα το ταξίδι, και µέσα σε όλες τις υποχρεώσεις, µία ήταν αυτή που µου έφερνε τη µεγαλύτερη χαρά. Το ότι θα βρισκόµουν σε έναν αγαπηµένο τόπο, θρυλικό για τα ψάρια του και πως ίσως θα µπορούσα να ξεκλέψω λίγο χρόνο για µια – δυο εξορµήσεις!
Ήξερα πως τις λίγες µέρες που θα ήµουν εκεί, δε θα µπορούσα να βρίσκοµαι στη θάλασσα τις παραδοσιακά καλύτερες ώρες. Δηλαδή στο ξηµέρωµα και το σούρουπο. Αυτό όµως δε µε άγχωνε καθόλου. Θα έπαιρνα µαζί µου αποκλειστικά LRF εξοπλισµό, για να ψαρέψω µε αυτήν την πολύ ιδιαίτερη τεχνική. Η οποία δουλεύει κυριολεκτικά το ίδιο αποδοτικά όλη τη διάρκεια της µέρας. Όρισµένες φορές τολµώ να πω ακόµα καλύτερα τις ώρες που θεωρούµε ψαρευτικά «νεκρές».
Μαζί, λοιπόν, µε τις παρουσιάσεις στο Powerpoint, την προετοιµασία και το διάβασµα για την παρουσίαση, φρόντισα κάποιες µέρες πριν και έκανα τις «άλλες» προετοιµασίες. Ταχυδρόµησα τη σκληρή καλαµοθήκη µου µε δύο καλάµια (c.w. 0,5-7gr. το ένα και 1-10gr. το άλλο). Καθώς και µια µικρή κούτα µε το τσαντάκι µου που είχε µέσα τρεις κασετίνες, µία µε πλανάκια έως 7 γραµµάρια, µια άλλη µέχρι 12 και µία µε σιλικονίτσες και βιοδιασπώµενα.
Έβαλα µέσα δύο χιλιάρηδες µηχανισµούς. Ο ένας µε νήµα 0.3 και ο άλλος 0.6, δυο ζευγάρια γάντια για αλλαγή, το καπέλο µου, ένα µικρό lip-grip και ελάχιστα παρελκόµενα. Όπως fluorocarbon 0.165 και 0.185mm, µολυβοκεφαλές από 0.5 έως 10gr, παραµάνες 0-0-0 έως 0 και ένα ψαλιδάκι. Δηλαδή τα απολύτως απαραίτητα. Παρόλο που ακούγονται πολλά, το βάρος αυτού του εξοπλισµού ήταν πραγµατικά αµελητέο!
Χαµένος στις αναµνήσεις
Όταν έφτασα στο νησί, τα πράγµατά µου ήταν ήδη εκεί, φορτωµένα στο αµάξι του φίλου µου Κώστα που ήρθε να µε παραλάβει. Ο Κώστας, µουσικός και συγγραφέας, αδερφικός φίλος µα ορκισµένος εχθρός του ψαρέµατος και των ψαριών, µουρµούριζε πάλι για την τρέλα µου. Είχε καιρό να µε δει και ήξερε πως αντί να κάτσω µαζί του, θα ήθελα να τρέχω στα ψαρέµατα!
H άψογη φιλοξενία του Κώστα και της Αιµιλίας στη Νέα Κούταλη εκείνο το απόγευµα, δε µε έκανε να σκεφτώ το ψάρεµα ούτε καν σαν προοπτική. Ακόµα και για την επόµενη µέρα. Έχοντας κοιµηθεί καλά και δίχως έγνοιες, ξύπνησα κατά τις 6 το πρωί. Για να µην ξυπνήσω τους υπναράδες φίλους µου, κατέβηκα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Καθώς έβαζα το καυτό νερό στην κούπα, σήκωσα το κεφάλι µου να αγναντέψω από το παράθυρο και βλέποντας τη θάλασσα να «στραφταλίζει» σε απόσταση λιγότερο από διακόσια µέτρα από το σπίτι, η καρδιά µου χτύπησε δυνατά.
«Σου έρχοµαι…», είπα από µέσα µου! Κάθισα και πίνοντας καφεδάκι ξεπακετάρισα τα πράγµατα. Τα έφτιαξα, έκανα shock leader µε αργές κινήσεις ιεροτελεστίας. Τι καλά που είναι να µη βιάζεσαι όταν πας ψάρεµα, Να έχεις όλο το ρέγουλο που θες, όλο το χρόνο! Για µένα οι στιγµές ήταν πολύτιµες. Άφησα ένα γραπτό σηµείωµα στους φίλους µου να µε καλέσουν στο τηλέφωνο όταν ξυπνήσουν και τους ενηµέρωσα πως ήµουν –πού αλλού;- για ψάρεµα.
Πήρα το τσαντάκι µου, ένα καλάµι και βγήκα στο δρόµο. Ήταν µια µεγάλη κατηφόρα και στο βάθος η θάλασσα. Το πρωινό αεράκι -ένας καλός νοτιάς- φούσκωνε όµορφα, ο ήλιος γλυκός, η ατµόσφαιρα κρύσταλλο, καθαρισµένη από µια δυνατή µπόρα που είχε κάνει το προηγούµενο βράδυ. Κατέβηκα αργά-αργά προς τη θάλασσα, παίρνοντας βαθιές ανάσες αρµύρας. «Είµαι στη Νέα Κούταλη, είµαι στη Νέα Κούταλη…», έλεγα από µέσα µου και από τη χαρά µου σα να µην το πίστευα.
Σφουγγαροχώρι και προσφυγοχώρι όπως η πατρίδα µου η Κάλυµνος. Πέρασα δίπλα από την εκκλησία και σε µια πλατεία είδα το άγαλµα της Μικρασιάτισσας Μάνας. Κρατούσε απελπισµένη στην αγκαλιά το παιδί της και ένα άλλο λίγο µεγαλύτερο ήταν αρπαγµένο από την ποδιά της, ενώ στα µάτια της υπήρχαν συνάµα µια λεβεντιά και µια απόγνωση. Πήγε ο νους µου στους ανθρώπους που και σήµερα παίρνουν πάλι το δρόµο της ξενιτιάς, δικούς µας και ξένους, πήγε ο νους µου στους παππούδες µου τους σφουγγαράδες. Περπάτησα το λιµάνι του ψαρευτικού καταφύγιου, και έπιασα µετά από ώρες τον εαυτό µου να είναι χαµένος σε σκέψεις αλλοτινών καιρών και ιστοριών µε σφουγγαράδες και πρόσφυγες. Είχα χαλαρώσει απίστευτα ψαρεύοντας…. κοκωβιούς µε βιοδιασπώµενα!
«Τι κάνεις βρε, κοκωβιούς ψαρεύεις;», γέλασα µε εµένα τον ίδιο όταν βγήκα από τις σκέψεις µου και ένιωσα όπως τότε που ήµουν µικρός και όλο το ψάρεµά µου ήταν να τυραννώ κοκωβιούς και σαλιάρες. Ένιωθα όµως τόσο γαληνεµένος… Σκέφτηκα πως όταν τελικά ένας ταπεινός κοκωβιός λίγων γραµµαρίων και µια εντυπωσιακή συναγρίδα πολλών κιλών µας δίνουν την ίδια χαρά και εσωτερική ισορροπία, τότε ίσως έχουµε καταλάβει τι πραγµατικά σηµαίνει «ψάρεµα».
Στους σαργότοπους!
Όταν γύρισα πια σπίτι, ήταν κοντά δέκα το πρωί και οι καλοί µου φίλοι είχαν ξυπνήσει. Ο Κώστας, που µε ξέρει χρόνια και γνωρίζει πως σκέφτοµαι, απέφυγε να µε ρωτήσει το τετριµµένο «έπιασες τίποτα;». Αλλά πολύ απλά και ουσιαστικά, δασκαλεµένος από τις µεγάλες συζητήσεις που έχουµε κάνει, είπε µόνο χαµογελώντας «πέρασες καλά;». Φυσικά και πέρασα. Αφού φάγαµε πρωινό, πετάχτηκε ξαφνικά επάνω και είπε αστειευόµενος : «Και τώρα που δεν έβγαλες λέπι άµπαλε φίλε µου, θα σε πάω στα µέρη τα καλά, να µας ταΐσεις το µεσηµέρι κανένα ψάρι της προκοπής!».
Είχαµε ρωτήσει για τα «καλά µέρη» από µέρες πριν. Φίλοι από το διαδίκτυο µου είχαν στείλει απλόχερα ακόµα και χάρτες. Ενώ είχα ενηµερωθεί και από ντόπιους ψαράδες που είχα βρει εκείνο το πρωί στο λιµάνι της Νέας Κούταλης. ∆ασκαλεµένος αρκετά λοιπόν και µε σηµαντική βοήθεια από τις πληροφορίες του κουµπάρου µου του Χρήστου, δεινού Ληµνιού ψαρά µε την τεχνική του µολυβιού φύλακα και της ζόκας από βάρκα, όλα έδειχναν προς τα βόρεια και βορειοανατολικά.
Από τις πολλές τοποθεσίες που µπορούσαµε να πάµε, διαλέξαµε την πιο µακρινή, εκεί που σταµατάει ο δρόµος. Παρόλο που θα µπορούσαµε να πάµε κάπου πιο άνετα, όπως το λιµάνι της Μύρινας, δεν το κάναµε. Στο λιµάνι της Μύρινας βγαίνουν ψάρια, ειδικά πελαγικά, καλές παλαµίδες αυτόν τον καιρό, όµως και η παραµικρή πιθανότητα να βρω κόσµο µε έκανε να νιώθω άβολα. Για µένα είναι σηµαντικό να πάω κάπου µόνος ή µε τους ανθρώπους που επιλέγω, και ας µην βγάλω τίποτα. Πιστεύω πως το ψάρεµα είναι µια διαδικασία ιερή, η οποία συνοδεύεται είτε από πολλή µοναξιά, είτε από καλά επιλεγµένη παρέα. Οι ενοχλήσεις περισσεύουν στην καθηµερινή ζωή, ας µην ορίζουν και τον ελάχιστο «ιερό» µας χρόνο, όποιος κι αν είναι αυτός.
Αν και µεγάλο νησί, η Λήµνος έχει εύκολους δρόµους που δεν κουράζουν. Μεγάλες ευθείες σε ένα ήµερο τοπίο µε αµπέλια και στάρια να απλώνονται σε κάθε κατεύθυνση του ορίζοντα! Η λέξη «Λήµνος» προέρχεται άλλωστε από το οµηρικό «ληιον», όπερ σηµαίνει «το σταροχώραφο που φτάνει µέχρι τη θάλασσα»! Τα είκοσι-τριάντα χιλιόµετρα που θα κάνει κάποιος, τα κάνει τόσο, µα τόσο άνετα…
Φτάσαµε στο τέλος του δρόµου περνώντας από το Ρεπανίδι και τον Μούδρο, και πήραµε το χωµατόδροµο. Σε κάποια στιγµή πρόβαλλε απέναντί µας η Σαµοθράκη και η καθαρή ατµόσφαιρα σε έκανε να νοµίζεις πως ήταν δίπλα, πανύψηλη, µε τα βουνά της στεφανωµένα µε σύννεφα, ενώ στα αριστερά µας διαγραφόταν η Ίµβρος! Τι οµορφιά, τι απέραντη οµορφιά!
Στα δεξιά µου και στο τέλος µια πλαγιάς, εντόπισα πλάκες στην ακρογιαλιά! Το νερό µπορεί να µη φαινόταν πολύ βαθύ. Οι πλάκες όµως µε κάνουν πάντοτε να τις ψάχνω, καθώς αποτελούν καταφύγιο υπέροχων ψαριών. Και τέτοιες πλάκες µε πέτρες σαν τις έκοψες τετράγωνες µε µαχαίρι και τις έµπηξες στο γιαλό πλάγια, σπάνια έβλεπα. ∆εν ήταν τυχαίο ότι η περιοχή είχε όνοµα «Πλάκα», αφού συνδύαζε τη φήµη και τη χάρη!
Αφήσαµε το αυτοκίνητο δίπλα σε ένα µνηµείο από το ∆εύτερο Παγκόσµιο. Ένα πηγάδι ανοιγµένο από τους Γερµανούς για να δίνουν νερό στο φυλάκιο που υπήρχε εκεί. Ένας λευκός φάρος στεκόταν φρουρός στον ορίζοντα. Έτρεξα –κυριολεκτικά- στην παραλία και πανευτυχής έριξα την πρώτη µου βολή. Ο άνεµος, ένας δυνατός νοτιάς, έκανε αρκετά δύσκολο το ψάρεµα µε τόσο λεπτά εργαλεία. Μα καθώς ήµουν στα βόρεια, τον είχα σχεδόν πλάτη από δεξιά. Οπότε προσανατόλισα το σώµα µου έτσι ώστε να µη µε εµποδίζει, αλλά να µε βοηθάει στη βολή όσο γινόταν.
Στην πρώτη κιόλας βολή
Πρώτη βολή σχεδόν παράλληλη µε τον ακτογραµµή, έντονα jerk, βλέπω το πλανάκι να έρχεται, το νερό ούτε είκοσι πόντους! Και τότε βλέπω ένα λαβράκι µε σηκωµένο το κορύφι να φεύγει βολίδα, να αρπάει το πλανάκι και να τρέχει σαν τρελό προς τα µέσα. Κάρφωσα από ένστικτο και άρχισαν τα φρένα. Υπολογίζω ένα ψάρι κοντά στα δύο κιλά. Στο µυαλό µου είναι ακόµα ζωντανή η εικόνα από τη ράχη του µε το έντονο πρασινόχρυσο χρώµα, κάτω από τον άπλετο µεσηµεριανό ήλιο!
Το λαβράκι πήρε πολλά µέτρα και του άφησα φρένα δίχως να έχω πολλές επιλογές. Όµως έτσι όσο απλά και απότοµα το άρπαξε, τόσο απλά ξαγκιστρώθηκε. Να πάρει… Κρίµα να συµβεί αυτό στην πρώτη βολή. Μαζεύοντας τα µπόσικα, ένιωσα τουλάχιστον πως είχα το πλανάκι ακόµα επάνω. Ξαναέριξα και είπα να µην το τραβήξω γρήγορα έξω. Άρχισα λοιπόν και πάλι να το ψαρεύω, κάτι που ξέρω πως έχει νόηµα, καθώς πολλές φορές το τρελό φευγιό ενός αγκιστρωµένου ψαριού παρακολουθούν µε περιέργεια και άλλα ψάρια, τα οποία είναι πιθανό να µη φοβηθούν αµέσως, αλλά να ορµήσουν κι αυτά να φάνε όταν ξαγκιστρωθεί …
Έβλεπα και πάλι το πλανάκι να έρχεται, και µόλις έφτασε περίπου στην ίδια απόσταση µε το περασµένο χτύπηµα, παίρνω και πάλι ένα σταµάτηµα πολύ καλό! Τόση αδρεναλίνη στη πρώτη ριξιά λοιπόν! ∆εν είχα δει τι είχε χτυπήσει, µα και αυτό άρχισε να παίρνει τα φρένα του. Υπολόγιζα πολύ µικρότερο ψάρι και αποκωδικοποιώντας το νευρικό του τρέµουλο στη µύτη του καλαµιού, σκεφτόµουν ένα καλό µελανούρι ή έναν µεγάλο σαργό. Είπα να το κοντράρω αυτή τη φορά. Το ψάρι βγήκε εύκολα και ήταν ένας πανέµορφος σαργός. «Ρε παιδιά, σε τι παράδεισο ήρθαµε;» φώναξα. Η συνέχεια επιβεβαίωσε την φράση αυτή και µάλιστα στην πρώτη βολή!
Στα επόµενα χρόνια θα θυµάµαι εκείνο το πρωί και εκείνη την παραλία. Μια πλειάδα από σαργούς, πέρκες, γύλους και µελανούρια χτυπούσαν σχεδόν σε κάθε ριξιά και µε κάθε είδους τεχνητά. Από πλανάκια και µικροσκοπικά pencils µέχρι vibration, σιλικόνες και βιοδιασπώµενα. Τρεις από τους σαργούς ήταν πολύ καλού µεγέθους. Ενώ όλα τα µελανούρια -αν και πάρα πολλά στον αριθµό- ήταν µάλλον µικρά. Σκεφτόµουν πως αν υπήρχαν τόσα µελανούρια τριγύρω και το καλοκαίρι που θα είχαν σαφώς µεγαλώσει, τότε το µέρος θα ήταν παράδεισος. Μήπως όµως δεν ήταν ήδη παράδεισος;
Ψαρεύοντας στον ίσκιο της Ιστορίας!
Αποχαιρετώντας την παραλία µε ευγνωµοσύνη, καθάρισα τους δύο από τους σαργούς που είχα πιάσει. Τα µόνα ψάρια που κράτησα,και τους ετοίµασα για το ταβερνάκι που µας υποδέχτηκε στο Μούδρο. Ο σαργός, τι ασύγκριτη νοστιµιά! Γεµάτοι από εικόνες και µε το φηµισµένο Ληµνιό κρασάκι, ένα λευκό µοσχάτο να µας ευφραίνει, είπαµε αρκετά το ψάρεµα για σήµερα.
Την επόµενη µέρα ο φίλος µου ο Κώστας και η Αιµιλία ήθελαν να µε πάνε για ψάρεµα σε τόπους περισσότερο ιστορικούς, παρά ψαρευτικούς! Τους ακολούθησα ευχαρίστως. Στην αρχή πήγαµε Μύρινα για κάτι δουλειές. Όσο εκείνοι ήταν στην αγορά, βρήκα χρόνο να ρίξω λιγάκι εξερευνώντας το Ρωµαίικο Γιαλό. Κάτω από τον ίσκιο του Κάστρου της Μύρινας.
Γύρω µου ιστορικά κτήρια, πανέµορφα αρχοντικά, και απέναντί µου η απέραντη θάλασσα. Κάτι µικρά λαβράκια ενδιαφέρθηκαν για τα βιοδιασπώµενά µου, θαρρώ όµως ότι έχω πιάσει και γόπες µεγαλύτερες! Για µεγάλη µου έκπληξη µια λίτσα έκανε την επίθεσή της στα τελευταία µέτρα της ανάκτησης, ένα ψάρι που αν τελικά αποφάσιζε να χτυπήσει το πλανάκι 10gr. που είχα ρίξει, θα µου είχε δώσει µια καλή µάχη! Έφυγα ευχαριστηµένος και χαλαρωµένος, µε προορισµό έναν τόπο κυριολεκτικά βουτηγµένο στην ιστορία και στο µύθο. Στον τόπο που λέγεται –όπως µου αφηγήθηκε ο Κώστας- πως έφτασαν οι Αργοναύτες µε την Αργώ τους στη Λήµνο! Προσεγγίσαµε την ευρύτερη περιοχή του Κότσινα, και αφού αφήσαµε το αµάξι, περπατήσαµε αρκετά ώστε να βρούµε µέρος που να έχει βολικά το νοτιά, ώστε να µπορούµε να το ψαρέψουµε.
Τελικά βρήκαµε τόπο καλό µε θέα το ακρωτήρι. Όπου λέγεται πως έφτασαν στο γυναικοκρατούµενο νησί οι Αργοναύτες και τους φιλοξένησε η Υψιπύλη, κόρη του Θόα, γιού του θεού ∆ιόνυσου και της Μύρινας! Με πλάτη τον καιρό εδώ και µε πολύ καλές βολές, έπεσα σε τόπο γεµάτο από τις µεγαλύτερες πέρκες που έχω δει ποτέ σε νησί του Αιγαίου! Χάρηκα µια ώρα ψάρεµα µε αλλεπάλληλα χτυπήµατα, βραχώµατα, και µερικά ακόµα µικρά µελανούρια. Τα οποία έπιανα αν ψάρευα το πλανάκι µου µε φουλ ταχύτητα και σχεδόν αφρωτά!
Ένιωθα πως ψάρευα όντως στη σκιά µιας βαριάς ιστορίας και µυθολογίας. Με το νησί να έχει ίχνη κατοικίας ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ.. Και έναν από τους σπουδαιότερους προϊστορικούς οικισµούς, την Πολιόχνη, µε τη µυστηριακή λατρεία των Καβείρων. Πασίγνωστη στην αρχαιότητα για τα µυστήριά και τους µύστες της, µε τον πλούτο του σε στεριά και γη, ένιωθα σας προσκυνητής της ίδιας της πατρίδας µου. Το νησί του Ήφαιστου!
Όσοι διαβάσουν αυτό το άρθρο και πάνε στη Λήµνο για ψάρεµα, θα δουν τι παράδεισος είναι όντως, ειδικά στο LRF όπου το διαπίστωσα µε τα µάτια µου (και άλλες αισθήσεις µου!). Όσοι αποφασίσουν να εκδράµουν σε αυτές τις εσχατιές, παρακινηµένοι από τούτες τις λίγες αράδες, ας προσπαθήσουν να δείξουν τον αρµόζοντα σεβασµό σε τέτοια περιβάλλοντα και στα πλάσµατα που ζουν εκεί.
Τίποτα υπερβολικό, καµία υπερψαριά, όµορφα και µε µέτρο να απολαύσουµε τη Λήµνο, να εφαρµόζουµε το c&r απλόχερα, να κρατήσουµε αυτό που θα φάει η παρέα εκείνη τη µέρα, να αγαπήσουµε πραγµατικά τον τόπου που µας φιλοξενεί, για να φύγουµε από εκεί ως εραστές και όχι ως βιαστές του. Ότι και αν επιλέξουµε, είναι σίγουρο πως θα µας γυρίσει πίσω πολλαπλάσιο, στο καλό και στο κακό. Άλλωστε το ορίζει και ο αρχαίος νόµος που βγαίνει από τα χώµατα. Τα οποία έχουµε την τύχη να πατάµε και µπορεί να µας κάνει να ξεχωρίσουµε από την πραγµατική βαρβαρότητα των καιρών µας: «Μηδέν Άγαν». Καλά να περνάτε!