ΕΞΟΡΜΗΣΗ: Ψάρεμα στη Σκύρο
Η αφήγηση αυτή αφιερώνεται σε όλους εκείνους ή εκείνες που αποφάσισαν από ερασιτέχνες ψαράδες να ασχοληθούν επαγγελµατικά µε το ψάρεµα, αφήνοντας τη µαγεία της θάλασσας να τους µαγνητίσει και να τους τραβήξει περισσότερο κοντά της. Με άλλα λόγια αυτούς που πήραν το ρίσκο και έκαναν το µεγάλο βήµα, για να βιοποριστούν από αυτό που αγαπούν πιο πολύ.
Η θάλασσα είναι µία…
Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί ξεκινήσαµε να ψαρεύουµε; Σας φαίνεται πολύ γενική ερώτηση ή µήπως νοµίζετε πως θα χαθούµε απέναντι στις άπειρες απαντήσεις που θα δώσει ο καθένας µας; Ένα είναι το σίγουρο: όποια κι αν είναι η θεωρία και το κίνητρο του καθενός, η θάλασσα είναι µία, και αυτή «µοιράζει τα χαρτιά» για γνωριµίες και ψαριές, φιλίες και ιστορίες (µε την σειρά που τα αναφέρω φυσικά).
Σκύρος: Αναλλοίωτη στο πέρασµα του χρόνου
Πάντα µας άρεσαν τα λιγότερο κοσµοπολίτικα νησιά και µάθαµε ότι οι Σκυριανοί δεν αστειεύονται µε τη φύση και τη µορφή του νησιού της! Έτσι φέτος το καλοκαίρι αποφασίσαµε µε τη γυναίκα µου τη Γιώτα να πάµε στη Σκύρο.
Οι κάτοικοι έχουν φροντίσει να κρατήσουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα του νησιού όπως θέλουν αυτοί – απολύτως αναλλοίωτο δηλαδή-, γεγονός που µας γοήτευσε όταν το ακούσαµε και µας εντυπωσίασε ακόµη περισσότερο όταν το ζήσαµε και διαπιστώσαµε ότι είναι αλήθεια. Μπράβο τους, γιατί θέλει κουράγιο η απόφαση να κοιτάς αλλού από κει που γυαλίζει (βλέπετε την παλιά αναρτηµένη αφίσα στο νησί και καταλαβαίνετε τι εννοώ).
Βέβαια, µε όλο το σεβασµό στις παραδόσεις, τα µουσεία Φαλτάιτς και τα παλιά λατοµεία ήταν για τις λιγοστές ώρες που δε θα ψαρεύαµε (ας µε συγχωρήσετε αν φαίνοµαι λίγο απότοµος, αλλά όσοι µπορείτε και καταλαβαίνετε, γνωρίζετε καλά για τι λαχτάρα µιλάµε προκειµένου να ψαρέψουµε).
Καλαµάδες γαρ, τα δολώµατά µας φρέσκα (φαραώ, µονοδόλια, αµερικάνοι), και επιτέλους πλάκες, βραχοτόπια, σχισµές και τρύπες, και µπόλικο κύµα, δηλαδή συνθήκες που ευνοούν τους χαρακωτούς, τα µελανούρια και τα σκαθάρια κοντά στην ακτή. Η τύχη µας ήταν βουνό, µιας και αλλάζοντας δωµάτιο την 1η µέρα στο νησί για λόγους που συµφωνήσαµε από κοινού µε τη Γιώτα, και να ‘σου βρεθήκαµε να µένουµε σε ένα εκπληκτικό σπιτάκι, µέσα στο χωράφι του µοναδικού δολωµατά του νησιού!
Ουφ! Ανακούφιση. Ναι λοιπόν, δε θα ξεµείνουµε από δόλωµα ποτέ, επιτέλους διακοπές!
Σκηνή… απείρου κάλλους
Το πρώτο ψάρεµα µας βρήκε κοντά στην κυρά Παναγιά. Μέρα µεσηµέρι και η λαχτάρα να ρίξουµε τα καλάµια µε συρόµενα µονάγκιστρα ήταν µεγάλη, παρόλο που η ώρα δεν ήταν η καλύτερη για το συγκριµένο µέρος. Ξάφνου έδεσε δίπλα µας ένα ωραίο τρεχαντήρι και τρεις νέοι άνθρωποι (δυο κοπελιές και ένα παλικάρι) άρχισαν να καθαρίζουν τα δίχτυα. Οργανωµένοι και σβέλτοι, έκαναν το ξεψάρισµα των διχτυών να µοιάζει µε αντανακλαστική κίνηση. Ο ήλιος από πάνω µας ήταν καυτός και η Γιώτα δικαίως διαµαρτυρήθηκε… Έτσι βγήκε από το αµάξι η φρεσκοαγορασµένη σκηνή-τέντα (µισοφέγγαρο), µπας και κάναµε λίγο ίσκιο.
Εκείνη την ώρα κατέφτασε δίπλα µας ένα αµάξι και κατέβηκε ένας τύπος τραγουδώντας το γνωστό άσµα «Είµαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» κλπ., κλπ. Πραγµατικά ήταν µία ευχάριστη έκπληξη και µας έβαλε λίγο πιο κοντά στο κλίµα των διακοπών.
-«∆ε θα πιάσετε τίποτε εδώ», µας είπε µε αυτοπεποίθηση. «Ή θα έρθετε το βράδυ για σαργούς ή θα πάτε στο λιµάνι για µελανούρια», συνέχισε και µε µιας επιβιβάστηκε στο µεγάλο τρεχαντήρι, αφήνοντάς µας να καταλάβουµε ότι επρόκειτο για δύο αντρόγυνα. Βεβαίως τα γνωστά µελανούρια της Σκύρου είχαν γίνει πολύ δύστροπα και δεν έτρωγαν σε τίποτε και µε κανέναν τρόπο ψαρέµατος όπως µαθαίναµε, µε αποτέλεσµα η αναζήτησή τους να φαίνεται µάταιη…
Η αλήθεια που αντανακλούσε το ψαράδικο βλέµµα του και η ντάλα από πάνω µας, µας έκανε αµέσως να τον πιστέψουµε και έτσι αρχίσαµε να τα µαζεύουµε. Ποιο είναι το πιο περίεργο βασανιστήριο που έχετε φανταστεί; Ε, πολλαπλασιάστε το επί 5, και φανταστείτε µας κάτω από την ντάλα να προσπαθούµε να κλείσουµε µια απλή, αδίπλωτη, ελαστική σκηνή µισοφέγγαρο και να µη µπορούµε! «Σκηνή … απείρου κάλλους», σου λέει µετά.
Τα παιδιά στο τρεχαντήρι χαµογελούσαν από ευγένεια, ενώ ξέραµε ότι από µέσα τους είχαν ξεκαρδιστεί βλέποντάς µας να παλεύουµε µε τη σκηνή περίπου ένα 20λεπτο, πριν την πετάξουµε όπως-όπως µέσα στο αµάξι.
Το σούρουπο µας βρήκε στον κόλπο του Πεύκου και την ταβέρνα της κυρά Σταµατίας. Τα καλάµια ήταν στηµένα στα λεγόµενα «µάρµαρα» και την ησυχία διατάραξε ένα εκπληκτικό τράβηγµα που σήκωσε και κόλλησε τον ειδοποιητή επάνω. Το καλάµι στα χέρια, ελαφρά λυµένα φρένα και το µεγάλο βάθος, αλλά και η τροµερή απόσβεση του εν λόγω καλαµιού, µας βοήθησαν να βγάλουµε έξω αβράχωτο ένα σκαθάρι πάνω από κιλό- που χτύπησε στο µονοδόλι µε float (λόγω φυκιάδας).
Η Γιώτα απόχιασε το ψάρι και ο Ιταλός που έδενε το φουσκωτό του κοντά µας φώναζε χοροπηδώντας από το µέγεθος του ψαριού “Sarago! Sarago!”
– “No Sarago … do you know skathari? Cantharus! cantharus!” του είπαµε τρελαµένοι από τη χαρά µας.Αµέσως µετά ησυχία. Πολλή ησυχία. Μέσα στην ατονία, κοιταχτήκαµε µε τη Γιώτα και αποφασίσαµε να κάνουµε άλλη µια προσπάθεια για να κλείσουµε την απίστευτη σκηνή. Φανταστείτε την σχεδόν στηµένη µέσα στην καµπίνα του αυτοκινήτου! Ξανά λοιπόν στον αγώνα µε τις οδηγίες στο χέρι και η ατζαµοσύνη µας στο αποκορύφωµά της καθώς προσπαθούσαµε να κλείσουµε αυτό το πράµα επιτέλους µέσα στην θήκη του…
Ξαφνικά, όσο προσπαθούσαµε, εµφανίστηκε ένα µικρό ξύλινο σκάφος, ο «Καπετάν Τάσος», και ποιους βλέπουµε; Το ένα από τα ζευγάρια που ξεψάριζαν το µεσηµέρι στο τρεχαντήρι. Φανταστείτε την έκπληξή τους! Ήταν σαν να µη µας έχασαν καθόλου. Μας άφησαν µε τη «σκηνή βασανιστήριο» και µας βρήκαν να αυτοµαστιγωνόµαστε µε τον ίδιο τρόπο. Μετά τα γέλια και την έκπληξη του ευτράπελου, η γνωριµία µας ήταν δεδοµένη και αναπόφευκτη.
– «Ακόµα µε αυτό παιδεύεστε;», µας λένε. Έκπληκτοι βλέπουν το µεγάλο σκαθάρι και αναρωτιούνται πως εµείς οι στεριανοί καταφέραµε να βγάλουµε τέτοιο ψάρι Α κατηγορίας, εκεί στον κλειστό κόλπο του Πεύκου.
– «Εµ, κάποια µυστικά έχουµε και εµείς οι καλαµάδες!». Τη δική τους έκπληξη από το ψάρι, διαδέχτηκε η δική µας, όταν είδαµε τα ολοζώντανα καλαµάρια που έφεραν τα παιδιά από το νυχτερινό τους «καλαµάρεµα».
Αργά τη νύχτα, βρεθήκαµε µε το Θανάση και τη Βιολέτα να κάνουµε ένα µικρό τσιµπουσάκι πάνω στα τελάρα από τα ψάρια στο µόλο, και να µοιραζόµαστε εκτός από ιστορίες, το σκαθάρι στα τέσσερα, και τα ολόφρεσκα, σχεδόν ζωντανά καλαµάρια και µε το µελάνι τους, ψηµένα στη σχάρα της κυρά Σταµατίας. Σας το συστήνω ανεπιφύλακτα, η µυρωδιά της σχάρας από καλαµάρι ήµερο µε το µελάνι του, µπορεί να συγκριθεί µόνο µε κανένα αγρό γεµάτο αγριολούλουδα.
Ο «Καπετάν Τάσος» και τα «µέλια ψάρια»
Το σκάφος των παιδιών από την Κύµη, ο «Καπετάν Τάσος» ήταν ένα παλιό «σουβλί» µε µήκος 6,30 µέτρα, και ντιζελοµηχανή δυνατή και «καλοκουρδισµένη» σαν ελβετικό ρολόι. Το σουβλί είναι στενότερο και πιο γρήγορο από τα κοινά σκαριά, ώστε το χειµώνα, όταν ο ψαράς είναι αντιµέτωπος µε το πολύ κρύο, να ρίχνει και να µαζεύει γρηγορότερα τα εργαλεία (παραγάδια, δίχτυα), αλλά και να προλαβαίνει τους καιρούς. Καταπληκτικό σκάφος και ιδιαίτερα µαστορικό όπως το είχε διαµορφώσει ο Θανάσης µε τις διάφορες πατέντες.
Έτσι ξεκινήσαµε να ψαρεύουµε µαζί µε το Θανάση πάνω στον «Καπετάν Τάσο» και η πρώτη µας εξόρµηση είχε προορισµό τη Βαλάξα (νησάκι κολλητά στη Σκύρο).
Με τα δίχτυα έρχονται πιο «µέλια ψάρια» όπως τα λέµε, δηλαδή µπαρµπούνια, γόπες, µένουλες, σκάροι. Άξια λόγου η εµπειρία του Θανάση, που παρόλα τα αµάνωτα δίχτυα, κατόρθωνε να βγάζει τεράστιες σκορπίνες και αστακοκαραβίδες! Κανείς δε µας πίστευε, µέχρι που δείχναµε τα ψάρια.
Και ύστερα ήρθαν… οι φώκιες της Σκύρου!
Το πρώτο πράγµα που φανέρωσε την παρουσία τους, ήταν ένα καµπύλο σχήµα σαν οριζόντια παρένθεσης στο βυθόµετρο, ενώ σύντοµα άρχισαν οι ράχες τους να βγαίνουν έξω από το νερό. Ο λόγος για τις φώκιες, οι οποίες κάνουν τεράστιες τρύπες στα δίχτυα, αλλά και κλέβουν κυριολεκτικά µε κατηγορία τιµής τα ψάρια πάνω από τα εργαλεία µας. Πρώτα τα µπαρµπούνια, και µετά φαγκριά, λυθρίνια και πάει λέγοντας.
Το απίστευτο είναι ότι οι συν-ψαράδες φώκιες δεν αρκούνται στο να τα κλέψουν απλώς, τα επιδεικνύουν κιόλας! ∆εν είναι λίγες οι φορές, που παίρνοντας µόνο το ψαχνό από ένα τεράστιο µπαρµπούνι, στο ανεβάζουν στην επιφάνεια να το δεις, σε κοιτούν στα µάτια και περιµένουν να τους πεις «µπράβο»!
«Καπετάν Τάσος» και καπετάν Θανάσης
Τις ώρες που δεν είµαστε στη βάρκα, ούτε λόγος ότι ως παράκτιοι ψαράδες συνεχίζαµε πιο ξεκούραστα τη µάχη µας για πιο ταπεινά τεµάχια, αλλά µε µεγάλες συγκινήσεις που µας προσέφεραν σαργοί, σκαθάρια, µελανούρια και πιο αραιά κανένα χταπόδι. Φυσικά, δεν έλειπαν σµέρνες και τεράστια µουγκριά, αλλά και τα απίστευτα σκαλώµατα της Σκύρου (συνιστούµε σε όσους επισκεφθούν το νησί για ψάρεµα, να έχουν µαζί τους ένα κιβώτιο µολύβια!). Προτελευταία µέρα, και µετά από πολλά ψαρέµατα µαζί µε τα παιδιά, αποφασίσαµε να ρίξουµε για µπαλάδες κοντά στις 180 οργιές. Το ράδιο είχε πει ότι θα έχει καιρό, αλλά ο ήλιος τον κρατούσε ακόµα πίσω και εµείς δεν αντέξαµε να προσµένουµε παρακολουθώντας µία θάλασσα κάλµα, οπότε αποφασίσαµε να πάµε σε γνωστό µέρος του Θανάση.
Η διαδροµή πέρασε γρήγορα δολώνοντας το παραγάδι µε καλαµάρι, και µε βάση τα στεριανά σηµάδια αλλά και την ένδειξη του βυθόµετρου, λογικά είχαµε φτάσει.
Το καλαµάρι ήταν κοµµένο σε λεπτές και όχι φαρδιές λωρίδες, ώστε να διευκολύνει το στόµα το ψαριών, αλλά και να µην πιάνει το αρπάδι έξω από το στόµα τους καθώς προσπαθούσαν να το µπουκώσουν. Αρχίσαµε να καλάρουµε το παραγάδι, αλλά ο καιρός µας βρήκε σε χρόνο µηδέν. Αµέσως κόψαµε όπως–όπως το παραγάδι και βάλαµε πλώρη για τον όρµο του Πεύκου, οπού έκοβε ο καιρός και µας περίµεναν τα κορίτσια.
Ο Θανάσης, φανερά ξέγνοιαστος από την εµπιστοσύνη που είχε στο σκαρί του, αλλά και λόγω της εµπειρίας του, έλεγε γελώντας στη διαδροµή:
– «Αυτό δεν είναι τίποτα, έχω βγει και µε τριπλάσιο καιρό», ενώ µπορούσε να µιλήσει µόνο όταν τα κύµατα του το επέτρεπαν και δεν µας κουκούλωνε το νερό! Από την άλλη ο στεριανός-καλαµάς, δηλαδή εγώ, ούτε κουβέντα για φωτογραφίες και παρέµενα χωµένος στο καπάκι της µηχανής, προσπαθώντας απλά να ζεσταθώ, αλλά και να γλιτώσω τα µπουγέλα ελλείψει νιτσεράδας. Λίγο πρόσω, λίγο κράτει στα µεγάλα κύµατα, και η εµπειρία του καπετάνιου µας έφερε στον Πεύκο.
Η φωτιά στη Σκύρο και το τέλος των διακοπών µας
Οι µέρες πέρασαν, και χωρίς να το καταλάβουµε η φωτιά της Σκύρου µας έδωσε το χαστούκι που χρειαζόµασταν για να ξενερώσουµε και να µη µείνουµε µόνιµα εκεί. Είναι λυπηρό που µεγάλο τµήµα από το δάσος που επισκεφθήκαµε δεν υπάρχει πια. ∆εν κάνω καµία έκκληση πουθενά, γιατί δεν έχει νόηµα, κανείς δε γνωρίζει τις συνθήκες και τα πιθανά συµφέροντα γύρω από ένα τέτοιο καταστροφικό γεγονός. Εύχοµαι µόνον να µπορέσει ο καθένας ξεχωριστά να έχει αίσθηµα ευθύνης και ευαισθησίας και να είναι προσεκτικός στη διαχείριση της φύσης, γνωρίζοντας ότι είναι άρρηκτα συνδεµένος µε αυτήν.
Γεµάτοι από εικόνες και εµπειρίες, επιστρέψαµε στην Αθήνα µε µισή καρδιά, οπού πλέον οι αναµνήσεις στόλιζαν τις µέρες και τις συζητήσεις µας µε τους φίλους καλαµάδες. Από τότε έχουµε κάνει µε τα παιδιά εκπληκτικές ψαριές στη Βαλάξα και στον πάγκο της Κύµης, που θα χαρούµε να αναπτύξουµε σε επόµενες αφηγήσεις µας.
Ψάρεμα στη Σκύρο, ο επίλογος
Εκείνο που προσπαθήσαµε να κρατήσουµε, είναι η αίσθηση ελευθερίας και ισορροπίας που νοιώσαµε ως χοµπίστες, όταν ο κόσµος µας ήρθε κοντά στον κόσµο των καλών µας πλέον φίλων και ψαράδων Θανάση και Βιολέτας, οι οποίοι µέσα από το επάγγελµά τους έχουν κάνει τρόπο ζωής όλα όσα εµείς ονειρευόµαστε.
Συνειδητοποιήσαµε πόσο τυχεροί είµαστε που έχουµε τη δυνατότητα να ψαρεύουµε και πόσο µακριά από την ανθρώπινη φύση είναι ο τρόπος ζωής της µεγαλούπολης.
Όσες δυσκολίες κι αν υπάρχουν στην καθηµερινότητά τους –αψαρίες, καιροί και χίλια ακόµη άλλα πράγµατα-, τίποτε δεν είναι ικανό να τους κάνει να µετανιώσουν την απόφασή τους να ζήσουν στα ίσα µε τη θάλασσα και τη φύση, αποκοµίζοντας µόνο κέρδη.