Τελικά αγαπητοί µου αναγνώστες, υποκύψαµε και εµείς στον πειρασµό του Inchiku. Μέχρι πριν λίγο καιρό είχαµε τις αντιρρήσεις µας, τόσο για την τεχνική αυτή, όσο και για το jigging, κυρίως επειδή απαιτούν νέους µε µπράτσα ή γυµνασµένους ψαράδες, και εµείς δεν κατατασσόµαστε σε καµία από τις δυο αυτές κατηγορίες.
Η κατάσταση όµως άλλαξε, όταν διαπιστώσαµε την ύπαρξη µικρών, πανάλαφρων ηλεκτρικών µηχανισµών, µε σοβαρές επιδόσεις και µεγάλη αξιοπιστία, που επιτρέπουν να ψαρεύουµε ξεκούραστα και να εξασκούµε άνετα τις τεχνικές αυτές. Ιδού λοιπόν τα συµπεράσµατά µας από τις πρώτες µας επαφές µε το inchiku, ξεκινώντας πάντα από τον απαιτούµενο εξοπλισµό.
Καλάµι
Για καλάµι χρησιµοποιούµε ένα ειδικό για την τεχνική, ή αν έχουµε ήδη ένα κατάλληλο για ελαφρύ jigging, µπορούµε να το χρησιµοποιήσουµε και στο inchiku. Η γρήγορη επαναφορά, είναι ένα χαρακτηριστικό πολύ χρήσιµο γι’ αυτήν την τεχνική. Να γνωρίζουµε ότι όσο µακρύτερα είναι τα καλάµια, τόσο πιο αργή επαναφορά έχουν. Συνεπώς, τα µακριά καλάµια είναι λιγότερο κατάλληλα, και επειδή πρόκειται για έναν πολύ εξειδικευµένο τρόπο ψαρέµατος, το καλύτερο που έχουµε να κάνουµε είναι να απευθυνθούµε σε ειδικό εξοπλισµό. Ανάλογα µε το βάθος στο οποίο ψαρεύουµε συνήθως, διαλέγουµε και καλάµι που να µπορεί να υποστηρίξει πλάνους µε µικρότερο ή µεγαλύτερο βάρος.
Προσοχή, το βάρος του πλάνου που «σηκώνει» ένα καλάµι, δεν είναι πάντα σχετικό µε τις λίµπρες αντοχής του. Επίσης, το καλάµι µας – αν και σχετικά κοντό – πρέπει να είναι αρκετά ισχυρό και να σηκώνει µεγάλα βάρη, διότι είναι πιθανή η συνάντησή µας µε θηράµατα αρκετές φορές µεγάλα, βαριά και εντυπωσιακά. Πρέπει λοιπόν να κάνουµε σωστή και προσεκτική επιλογή καλαµιού.
Μηχανισµός
Για µηχανισµό θα χρησιµοποιήσουµε ένα multiplier, ισχυρό και πολύ γρήγορο, µε υψηλή σχέση ανάκτησης, συνήθως οριζοντίου τυµπάνου. Η σχέση ανάκτησής του θα πρέπει να βρίσκεται από 5 έως 6 προς 1, και η ισχύς των φρένων του ανάµεσα στις 12 και τις 20 λίµπρες. Εναλλακτικά, θα χρησιµοποιήσουµε ένα ηλεκτρικό µηχανισµό µικρών διαστάσεων, ταχύ και µε βάρος που δεν θα ξεπερνά τα 700 γραµµάρια. Έτσι, θα µπορούµε να κάνουµε τις απαιτούµενες κινήσεις χωρίς να πάθουµε τενοντίτιδα, τουλάχιστον εµείς οι µεγαλύτεροι.
Νήµα
Νήµα θα χρησιµοποιήσουµε λεπτό, πολύκλωνο και µε αντοχή τουλάχιστον 40 λίµπρες. Το µήκος του πρέπει να είναι πάνω από 300 µέτρα, ειδικά αν σκοπεύουµε να ψαρέψουµε και σε µεγάλα βάθη.
Παράµαλλο
Στα τελευταία έξι µε οκτώ µέτρα, θα δέσουµε παράµαλλο από αόρατη πετονιά καλής ποιότητας, µικρής σχετικά διαµέτρου, αλλά ισχυρής και αξιόπιστης. Εµείς χρησιµοποιούµε πετονιά PE 12, ή αν το προτιµάτε σε χιλιοστά, 0,57. Γενικά πάντως, δεν πρέπει να χρησιµοποιούµε διαµέτρους µεγαλύτερες από 0,60, ιδίως σε βάθη µικρότερα των 100 µέτρων. Τα µεγάλα ψάρια είναι πολύ πονηρά, ιδιαίτερα καχύποπτα, και µε εξαιρετική όραση τις περισσότερες φορές.
Πλάνοι
Inchiku κάνουµε σε βάθη από 50 µέχρι και 250 µέτρα, συνεπώς οι πλάνοι µας θα πρέπει να ξεκινούν από τα 100 γραµµάρια για τα ρηχά νερά, και να φτάνουν τα 250 ή και περισσότερα για τα µεγάλα βάθη. Τα χρώµατα των πλάνων θα είναι βασικά µπλε και πορτοκαλί, αφού γενικά κυριαρχεί η άποψη ότι το µπλε προσελκύει καλύτερα τις συναγρίδες και το πορτοκαλί τα φαγκριά. Εµείς πάντως έχουµε καταφέρει και το ανάποδο, πιάνοντας συναγρίδα µε πορτοκαλί χρώµα, και φαγκρί µε µπλε πλάνο. Άρα το χρώµα παίζει ρόλο, αλλά πρέπει να συµφωνούν σε αυτό και τα ψάρια. Για αρχή θα επιλέξουµε δύο έως τρεις πλάνους, διαφόρων χρωµάτων και διαβαθµίσεων βάρους, αλλά είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα καταλήξουµε σε ένα πλήρες «κασελάκι», µε υλικό αφιερωµένο και απολύτως εξειδικευµένο για την τεχνική αυτή.
Αγκίστρια-assist
Τα αγκίστρια του πλάνου µας πρέπει να είναι ισχυρά και σχετικά κοντόλαιµα. Το δέσιµό τους πρέπει να γίνει µε τέτοιο τρόπο, ώστε να µη φτάνουν «να καβαλήσουν» τον πλάνο, διότι στην περίπτωση αυτή δε δουλεύουν σωστά και συνεπώς δε θα αγκιστρώσουν το ψάρι. Το assist cord µε το οποίο θα συνδέονται στον πλάνο, πρέπει να είναι ισχυρό νήµα ή ακόµη καλύτερα Kevlar, διότι τα δόντια των µεγάλων φαγκριών και συναγρίδων δεν αστειεύονται. Για το λόγο αυτό, καλό είναι να διαθέτουµε και µερικά ανταλλακτικά «χταποδάκια», ώστε να αλλάζουµε αυτά που έχουν οι πλάνοι µας, όταν κουρελιάζονται από τα πολύ επιθετικά ψάρια.
Βυθόµετρο
Τέλος, το πιο σηµαντικό εξάρτηµα για την τεχνική που περιγράφουµε, είναι ένα καλό βυθόµετρο µε απεικόνιση ακριβείας. Το όργανο θα πρέπει να µας δείχνει τόσο τις ανωµαλίες και τη µορφολογία του βυθού, όσο και το είδος και µέγεθος του ψαριού, αν είναι δυνατόν. ∆ιότι στο Inchiku, τις περισσότερες φορές βρίσκουµε (δηλαδή βλέπουµε) το ψάρι στην αποχή, ρίχνουµε τον πλάνο «στο κεφάλι του» και το παίρνουµε αµέσως. Αλλά για να γίνει αυτό, χρειαζόµαστε οπωσδήποτε ένα καλό και ισχυρό βυθόµετρο.
Περιγραφή της τεχνικής
Γενικά, ξεκινούµε από µέρη που γνωρίζουµε ότι κρατούν µεγάλα ψάρια, και δίνουν -για παράδειγµα στο παραγάδι – στήρες, φαγκριά, σφυρίδες και συναγρίδες. Ειδικά οι συναγρίδες και τα φαγκριά, είναι τα κατ’ εξοχήν θύµατα της τεχνικής αυτής. Αν δε γνωρίζουµε τέτοια µέρη, ψάχνουµε µε το βυθόµετρο σε περιοχές από τα 50 µέτρα και βαθύτερα, για να βρούµε µεγάλες προεξοχές, βαθιές αποχές και σηµαντικές ανωµαλίες, σε σχετικά βραχώδη βυθό. Εκεί θα εντοπίσουµε τα ψάρια που αναφέραµε πιο πάνω, αλλά και άλλα όπως οι βλάχοι και οι µπακαλιάροι όταν ψάχνουµε σε βάθη µεγαλύτερα των 150 µέτρων.
Προσοχή, η τεχνική δίνει εκτός από τα πολύ καλά θηράµατα, και κάποια «άσχετα ψάρια» όπως χάνους, σκαρµούς και δράκαινες. Αφού εντοπίσουµε λοιπόν την αποχή, ή ακόµη καλύτερα το ψάρι, σταµατάµε, υπολογίζουµε την πορεία του σκάφους µε βάση τα ρεύµατα και τον αέρα, και προσπαθούµε να ρίξουµε τον πλάνο µπροστά στο στόχο µας. Τα φρένα µας είναι ρυθµισµένα στις 5-8 λίµπρες, ενώ αν στοχεύουµε τα µεγάλα µαυρόψαρα που χώνονται στο θαλάµι τους, προσθέτουµε ακόµα 3-4 λίµπρες φρένα. Αφού ο πλάνος µας ακουµπήσει στιγµιαία στο βυθό, αρχίζουµε να ανεβοκατεβάζουµε το καλάµι µε τέσσερις-πέντε βραχείες κινήσεις συνοδευόµενες από µια µακριά, ενώ συγχρόνως τυλίγουµε το νήµα στο µηχανισµό µας. Έτσι παίρνουµε τέσσερα-πέντε µέτρα νήµα, σταµατούµε για πολύ λίγο, και επαναλαµβάνουµε µέχρι να βρεθούµε 20-30 µέτρα πάνω από το βυθό.
Άµα δεν πάρουµε ψάρι, ρίχνουµε ξανά και ακολουθούµε και πάλι την παραπάνω τακτική. Αν ο µηχανισµός είναι ηλεκτρικός, φροντίζουµε η ανάκτησή µας να γίνεται στην υψηλή του ταχύτητα. Στην περίπτωση όπου τα ρεύµατα µας παρασύρουν µακριά από το σηµείο στο οποίο εντοπίσαµε το ψάρι ή µακριά από την αποχή, επιστρέφουµε, το ξαναβρίσκουµε, και ξεκινούµε µία νέα προσπάθεια.
Η σύλληψη και το ανέβασµα
Το χτύπηµα του ψαριού στον πλάνο γίνεται αντιληπτό ως απότοµο σταµάτηµα, και σπανιότερα σαν τράβηγµα. Εµείς, καρφώνουµε δυνατά και στις δύο περιπτώσεις. Αν έχουµε ηλεκτρικό µηχανισµό, κατεβαίνουµε σε χαµηλότερη ταχύτητα αµέσως µετά την τσιµπιά και το ασφαλές κάρφωµα, και το αφήνουµε να κάνει κεφάλια ελεύθερα, αρκεί φυσικά να το έχουµε «ξεκολλήσει» από το βυθό. Αν ο µηχανισµός µας είναι «αθλητικού τύπου», δηλαδή χειροκίνητος, ανεβάζουµε σταθερά, χωρίς να πιέζουµε ιδιαίτερα το ψάρι, φθάνει µόνο να το έχουµε πάρει µακριά από τη «φωλιά» του. Το αφήνουµε να κάνει κεφάλια, να παίρνει νήµα αν τραβά µε πολλή δύναµη, αλλά το φέρνουµε σταθερά προς την επιφάνεια και δεν του επιτρέπουµε να επιστρέψει στο βυθό. Γενικά, η διαχείριση του ψαριού µετά τη σύλληψη µοιάζει µε αυτήν του jigging, και δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήµατα.
Το 50% των θηραµάτων θα συλληφθεί στο πρώτο κατέβασµα του πλάνου µας. Πρέπει λοιπόν να είµαστε σε επιφυλακή, ώστε αν ο πλάνος σταµατήσει ξαφνικά πριν φτάσει στο βυθό, να αντιδράσουµε µε ένα αποφασιστικό κάρφωµα. Το επόµενο 30% θα πιαστεί στα τρία πρώτα ανεβάσµατα προς την επιφάνεια ή στο νέο κατέβασµα του πλάνου, ενώ το τελευταίο 20% θα συλληφθεί αν επιµείνουµε πάνω από δεκαπέντε φορές στο ίδιο µέρος. Προσωπική µας συµβουλή είναι η τακτική αλλαγή θέσης, για να µην «εξαντλήσουµε» τους ψαρότοπους. Έτσι κουραζόµαστε λιγότερο και έχουµε µεγαλύτερες πιθανότητες σύλληψης ψαριών, εις βάρος βέβαια της κατανάλωσης καυσίµων. Μήπως όµως όλα σε αυτή τη ζωή δεν είναι συµβιβασµοί, άλλοτε µικρότεροι και άλλοτε µεγαλύτεροι; Συνήθως, τα ψάρια που ανεβάζουµε από βάθη µεγαλύτερα των 60 µέτρων, έρχονται επάνω σκασµένα «µε φούσκα», ή πιο «επιστηµονικά» µε µεγεθυµένη τη νηκτική τους κύστη. Είναι συνεπώς δύσκολο –αν και όχι αδύνατο- να τα χάσουµε αφού τα φέρουµε στην επιφάνεια, ή λίγα µέτρα κάτω από αυτήν.
Για καλό και για κακό λοιπόν, έχουµε πάντα πρόχειρα το γάντζο και µια µεγάλη απόχη, και χρησιµοποιούµε οπωσδήποτε ένα από τα δύο εργαλεία για να ανεβάσουµε το θήραµά µας στη βάρκα. Αφού πάρουµε ένα ή δύο το πολύ καλά ψάρια, επιστρέφουµε στη µαρίνα.
Το Inchiku είναι πολύ αποδοτικό ψάρεµα, αλλά δεν πρέπει να το παρακάνουµε. Οι συνειδητοποιηµένοι ψαράδες βγάζουν ψάρια για την ψησταριά τους, και όχι για την κατάψυξη. Άλλωστε η κατεψυγµένη συναγρίδα του super market κοστίζει πολύ λιγότερο από τη δική µας, αν υπολογίσουµε τις ώρες µηχανής και τη βενζίνη που χρειαζόµαστε για να την ψάξουµε, και το κόστος του ηλεκτρικού ρεύµατος για να την καταψύξουµε στη συνέχεια (ειδικά αν την καταναλώσουµε µήνες αργότερα). Καλά και οικολογικά ψαρέµατα να έχουµε όλοι µας!