Η τεχνική του jigging αποτελεί έναν από τους πλέον αγαπηµένους τρόπους ψαρέµατος. Και οι περισσότεροι από εµάς έχουµε µόνιµα πια στις εξορµήσεις µας ένα καλάµι jigging εξοπλισµένο σωστά. Με κατάλληλο µηχανισµό και την απαραίτητη «συνοδεία» – τουλάχιστον µια κασετίνα – από πλάνους και jigs.
Παρότι οι «τζιγκάδες» είναι πολλοί (οι πρώτες επιτυχίες ανέβασαν τις προσδοκίες για την τεχνική), λίγοι είναι αυτοί που συνεχίζουν να ψαρεύουν τακτικά. Και ακόµα λιγότεροι όσοι καταφέρνουν να βγάζουν ψάρια. Ίσως κάποιοι από εµάς να έχει τύχει να γνωρίσουµε έναν ιδιοκτήτη σκάφους, ο οποίος πίστεψε ότι µε την αγορά ενός ακριβού πακέτου (καλαµιού-µηχανισµού) και δυο-τρεις πλάνους, θα είχε εξασφαλισµένο ψάρι στις διακοπές.
Στην πράξη όµως, ο αρχικός ενθουσιασµός κάµφθηκε αρκετά γρήγορα, ύστερα από αλλεπάλληλες αψαριές και τα σχετικά πειράγµατα. Πώς άραγε θα ήταν δυνατό να πειστεί η παρέα του. Ότι αυτό το κρύο µέταλλο µπορεί να προσελκύσει κάποιο θήραµα; Η εικόνα του επίδοξου τζιγκά να «ξεµασχαλιάζεται» στη µέση του πουθενά. Ενώ οι υπόλοιποι στο σκάφος απολαµβάνουν την ηλιοθεραπεία και την καθετούλα τους. Ενίσχυε µάλιστα κατά πολύ την διάθεση χλευασµού του εγχειρήµατος και το αποτέλεσµα φυσικά το αντιλαµβάνεστε. Τα εργαλεία έµεναν µόνιµα πια στο σπίτι. Αφού οι κακές εµπειρίες τον οδηγούσαν στην απόφαση ότι το jigging «δε δουλεύει».
Ποια όµως είναι πραγµατικά η αλήθεια για το «φαινοµενικά» εύκολο ψάρεµα του jigging αναφορικά µε την αποδοτικότητά του, και γιατί υπάρχουν ακόµα άτοµα που συνεχίζουν να «χτυπιούνται». Χωρίς να ενδώσουν σε ασφαλέστερες ως προς το αποτέλεσµα τεχνικές. Όπως πχ. αυτές µε το ζωντανό δόλωµα; Αυτή είναι µία ερώτηση στην οποία αρκετά συχνά καλούµαστε να απαντήσουµε.
Το jigging «δουλεύει», και γι’ αυτό όσοι έχουν καταφέρει να βρουν τα µυστικά του συνεχίζουν να έχουν αξιόλογες ψαριές, µε µεγάλα θηράµατα. Και το κυριότερο; Έχουν την ηθική ικανοποίηση ότι έπιασαν ένα έξυπνο αρπακτικό χρησιµοποιώντας απλά ένα «κρύο µέταλλο». Στο οποίο οι κινήσεις του καλαµιού και το µάζεµα του µηχανισµού κατάφεραν να δώσουν ζωή.
Η βαθιά γνώση του βυθόµετρου, της κίνησης των ρευµάτων, των συνηθειών των ψαριών και της διαµόρφωσης του βυθού, είναι άκρως απαραίτητα σε αυτό το ψάρεµα. Η αποκωδικοποίηση όλων των παραπάνω, χρειάζεται δεκάδες ώρες στη θάλασσα και εφαρµογή όσων γνωρίζετε σε µια συνεχή trial and error (δοκιµής και λάθους) διαδικασία. Μέχρι να αποκτηθεί η πολυπόθητη εµπειρία. Ένας ολοκληρωµένος τζιγκάς, παρατηρώντας το βυθόµετρο θα κατανοήσει που ακριβώς πρέπει να ρίξει τον πλάνο του. Με ποια τεχνική και µέχρι τι ύψος να το ανακτήσει, τι εξοπλισµό να χρησιµοποιήσει, ακόµα και τι είδος ψαριού να περιµένει στο assist hook. Ακολουθούν λοιπόν κάποια πολύ χρήσιµα µυστικά και πληροφορίες. Τα οποία θα πρέπει να γνωρίζετε αν θέλετε και εσείς να έχετε συχνότερα επιτυχίες.
Jigging & νωπό δόλωµα
Στο βαθύ jigging, εκτός από τα συνηθισµένα τεχνητά, µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε και νωπά δολώµατα. Συνήθως χρησιµοποιούµε ένα κοµµάτι από κέφαλο, σκουµπρί, τονάκι ή παλαµίδα, λεπτά κοµµένο και περασµένο στα αγκίστρια, µε ένα τσάκισµα στην ουρά. Εάν έχουµε πιάσει κάποιο τονάκι, παλαµίδα ή µεγάλο σκουµπρί, θα χρησιµοποιήσουµε το µέρος της κοιλιάς τους. Γιατί είναι πιο άσπρο και λεπτό, µε µια πολύ προκλητική ασηµένια γυαλάδα. Η αντίθεση µεταξύ του κόκκινου κρέατος και της ασηµένιας γυαλάδας του δέρµατος, κάνει το δόλωµά µας εξαιρετικά ελκυστικό και τα ψάρια ιδιαίτερα επιθετικά. Με πραγµατικά θεαµατικά αποτελέσµατα.
Ρεύµατα και αέρας
Στις περισσότερες τεχνικές, τα ρεύµατα που επικρατούν στην θάλασσα αποτελούν σηµαντικό παράγοντα για την έκβαση της εξόρµησης. Η κατανόησή τους θα µας βοηθήσει να καταλάβουµε πως θα ψαρέψουµε έναν τόπο, αλλά και τι να περιµένουµε από αυτόν. Αρκετά συχνά θα έχετε ακούσει ή παρατηρήσει το εξής φαινόµενο. Μόλις τα ψάρια αρχίσουν να «τρώνε», τα ρεύµατα δυναµώνουν κάνοντας το ψάρεµα από δύσκολο έως και αδύνατο. Αυτό δεν είναι τυχαίο.
Επειδή τα ρεύµατα έχουν άµεση σχέση µε την όρεξη των θηραµάτων µας, επηρεάζουν επίσης και τη συµπεριφορά τους. Το ρεύµα µπορεί να είναι επιφανειακό ή βαθύ. Το πρώτο είναι εύκολα αντιληπτό στο βυθόµετρο ή το GPS. Καθώς µας ξεσέρνει ενώ βρισκόµαστε πάνω από τον επιθυµητό τόπο µε σβηστή τη µηχανή. Και συνήθως η αρµατωσιά κάνει κοιλιά στο κατέβασµα, µέχρι να φτάσει στα µεσόνερα. Τα ρεύµατα βυθού είναι πιο δύσκολο να τα αντιληφθούµε. Απλά παρατηρούµε το νήµα µας να αποκτά κλίση ενώ βρίσκεται στο βυθό.
Και στις δύο περιπτώσεις, ένα καλό νήµα γύρω στις 30 lbs, θα βοηθήσει να µην παρασύρεται ο πλάνος και θα διευκολύνει το ψάρεµά µας. Γενικά, ο αέρας και το ρεύµα θα µας δώσουν την ευκαιρία να ψαρέψουµε πιο αποτελεσµατικά ένα τόπο. Καλύπτοντας µεγαλύτερη περιοχή. Όταν επικρατεί άπνοια και απουσία ρευµάτων, -αντιθέτως από ότι πολλοί πιστεύουν-το ψάρεµά µας δυσκολεύει. Αφού τα jigs κινούνται σε ένα µόνο µέρος, πάνω-κάτω, µε µικρές πιθανότητες να χτυπήσει κάποιο αξιόλογο ψάρι.
Από την άλλη βέβαια, όταν ο αέρας και τα ρεύµατα είναι πολύ ισχυρά, το jigging γίνεται απαγορευτικό. Αφού χρειάζεται πολύ µεγάλα βάρη για να φτάσουµε στο βυθό. Συµπερασµατικά, τα ρεύµατα και ο αέρας αποτελούν σύµµαχό µας στη συγκεκριµένη τεχνική. Φτάνει να γνωρίζουµε πώς να τα χρησιµοποιήσουµε.
Μορφολογία βυθού και επιλογή τόπου
Αφού έχουµε εξασφαλίσει τα τεχνητά ή τα νωπά µας δολώµατα, θα πρέπει να βρούµε µια ξέρα, ένα ναυάγιο, κάποιο βράχο ή µια τραγάνα που να κρατάει ψάρια. Αν δεν γνωρίζετε τέτοια µέρη, µπορείτε να συµβουλευτείτε τους αναλυτικούς ναυτικούς χάρτες ή τα καλά χαρτογραφικά GPS. Τα οποία µπορούν να σας δώσουν πολύ καλά σηµεία για να δοκιµάσετε την τύχη σας.
Συνήθως, προεκτάσεις κάβων ή σηµεία όπου οι ισοβαθείς καµπύλες του χάρτη παρουσιάζονται λιγότερο «οµοιόµορφες» και περισσότερο «πυκνές». Μαρτυρούν ένα σηµείο µε σηκώµατα του βυθού. Τώρα, αν είστε από τους τυχερούς µε φίλους που ψαρεύουν σε τέτοια σηµεία και γνωρίζουν την κατάσταση του βυθού, τότε σίγουρα θα ξεκινήσετε από εκεί. Κατά τη διάρκεια των ψαρεµάτων µας, καταφέραµε να έχουµε ένα ικανό αριθµό στιγµάτων για κάθε είδος ψαριού. Και τις ηµεροµηνίες παρουσίας τους σ’ αυτά τα µέρη, κι έτσι µπορούµε να πηγαίνουµε «συστηµένοι» για ψάρεµα εκεί, όποτε οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Συνήθως ψαρεύουµε σε βάθη µεγαλύτερα από 30 µέτρα (τότε λέµε ότι ασχολούµαστε µε µεσαία βάθη jigging). Ενώ σε βάθη µέχρι 30 µέτρα µιλάµε για «ρηχό jigging». Φυσικά, όσο αυξάνεται το βάθος, τόσο πιο βαρύ πρέπει να γίνεται το jig. π.χ. Για βάθος πάνω από 60 µέτρα θα χρησιµοποιήσουµε ένα jig βάρους 200 έως 230 gr. Έτσι ώστε να φτάσει γρήγορα στο βυθό, χωρίς βέβαια την παρουσία δυνατών ρευµάτων.
Η προσέγγιση στον τόπο
Οι ιδανικές συνθήκες ψαρέµατος µε την τεχνική jigging σε ρηχά και µεσαία βάθη, είναι αρκετός αέρας (να «τρέχει» δηλαδή από 0,6 έως 1,5 ν.µ./ω) και ρεύµα στην ίδια κατεύθυνση. Στην περίπτωση που υπάρχει κάποιο συγκεκριµένο κοµµάτι το οποίο θέλουµε να ψαρέψουµε (βράχος, ξέρα, ναυάγιο ή τραγάνα), θα πρέπει να υπολογίσουµε τη µετακίνηση του σκάφους. Και να βρεθούµε σε τέτοιο σηµείο ώστε το ρεύµα να µας παρασύρει, ψαρεύοντας µέχρι να φτάσουµε στο επιθυµητό στίγµα.
Παρότι έχουµε συνηθίσει το jigging να γίνεται κάθετα κάτω από το σκάφος, µη διστάσετε να πετάξετε τον πλάνο σας µπροστά. Ώστε να επηρεαστεί το ελάχιστο δυνατό από την µετακίνηση από τον αέρα – ρεύµα. (Σχ.1) Ψαρεύοντας σε ένα σήκωµα του βυθού ή µία ξέρα, θα πρέπει να «τζιγκάρουµε» από το κεφάλι προς την αποχή. Δηλαδή από τα ρηχά προς τα βαθιά. (Σχ.2). Το ανάποδο είναι επικίνδυνο για τον πλάνο µας, µε µεγαλύτερα ποσοστά µπλεξίµατος. Επιλέγοντας να ψαρέψουµε από τα ρηχά προς τα βαθιά της ξέρας, µε το ρεύµα να µας µετακινεί προς τα εκεί, έχουµε και ένα άλλο ένα πλεονέκτηµα.
Τα ψάρια συνήθως προτιµούν την «υπήνεµη» πλευρά του ρέµατος. Όπου βρίσκουν ήρεµα νερά αλλά και ένα πρώτης τάξεως σηµείο για στήσιµο ενέδρας στο ψιλό. Που τρέφεται από το ρεύµα κοντά στο κεφάλι της ξέρας. Καθώς λοιπόν ο πλάνος κατεβαίνει προς τα «υπήνεµα» περνώντας ακριβώς πάνω από την ενέδρα των αρπακτικών, έχει µια πολύ φυσική παρουσία. (Σχ.3).
Τεχνικές ψαρέµατος
Αφήνουµε το τεχνητό να φτάσει στο βυθό και του δίνουµε µια καλή κίνηση πάνω-κάτω, µε απότοµα ανοδικά τινάγµατα του καλαµιού. Ανάλογα µε το είδος του πλάνου, χρειάζεται και το αντίστοιχο χτύπηµα. Άλλοι θέλουν µεγάλα, έντονα χτυπήµατα και άλλοι πιο κοφτά. Συνήθως, οι µακρόστενοι πλάνοι θέλουν περισσότερο «βία» για να «ζωντανέψουν», ενώ στους πιο κοντούς αρκεί ένα µικρό χτύπηµα της µύτης του καλαµιού, για να έρθουν τα επιθυµητά αποτελέσµατα.
Αφήνουµε λοιπόν το jig να κινηθεί προς τα κάτω κρατώντας πάντα επαφή µαζί του, ώστε να αισθανόµαστε το βάρος του καθώς επιστρέφει στο βυθό. ∆εν πρέπει να χάνουµε την επαφή µε το jig, γιατί είναι πολύ πιθανό να χτυπήσει κάποιο ψάρι και να µην καρφώσουµε έγκαιρα, όπως επίσης δεν πρέπει να χάνουµε την επαφή µε το jig όταν αυτό κατεβαίνει προς τον βυθό (έχοντας την πετονιά χαλαρή στο σηµείο του παράµαλλου), γιατί τότε είναι πολύ πιθανό να µπερδευτεί η πετονιά γύρω από το jig. Όταν το jig αποµακρύνεται από την περιοχή που ψαρεύουµε, µαζεύουµε το νήµα και κινούµαστε πίσω από το ρεύµα. Αφήνουµε να βυθιστεί στον βυθό, τραβάµε δυνατά και απότοµα επάνω δυο–τρεις φορές και το ξαναρίχνουµε. Κάθε ρίξιµό µας καλύπτει ένα διαφορετικό σηµείο του τόπου, και έτσι ανιχνεύουµε όλη την περιοχή περιµένοντας υποµονετικά το χτύπηµα.
Υπάρχουν πολλές τεχνικές ανάκτησης και ανάλογα το σηµείο και τα ψάρια στα οποία απευθυνόµαστε, θα επιλέξουµε την πιο κατάλληλη. Για ροφούς, σκορπίνες και γενικώς ψάρια που ενεδρεύουν κοντά στο βυθό, θα επιλέξουµε µικρά χτυπήµατα, χωρίς να αποµακρύνεται ο πλάνος πολύ από τον βυθό (Σχ.3). Για µαγιάτικα, συναγρίδες και στήρες, πραγµατοποιούµε µεγαλύτερα χτυπήµατα και µπορούµε να ανέβουµε ως και το ένα τρίτο του βάθους, αφού τα αρπακτικά τους ένστικτα θα τα αναγκάσουν να ακολουθήσουν τον πλάνο αφήνοντας τον βυθό (Σχ.5). Όταν δε γνωρίζουµε ακριβώς τι ψάρια θα συναντήσουµε, προτιµούµε µια µικτή τεχνική, πραγµατοποιώντας «ρηχές» ανακτήσεις και εναλλάσσοντας µε κάποια µεγαλύτερη.
Όταν το ψάρι επιτεθεί
Η ενασχόληση µε την τεχνική του βαθιού jigging, απαιτεί µυϊκή δύναµη και δυνατή πλάτη, επειδή κατά την ανοδική κίνηση του καλαµιού -και στην προσπάθειά µας να κινήσουµε το τεχνητό αποτελεσµατικά-, απορροφάµε µέρος της δύναµής του, λόγω της κίνησής µας. Η τεχνική jigging δεν είναι µια τεχνική που απαιτεί λεπτές κινήσεις του καλαµιού.
Αντιθέτως, σε βαθιά νερά πρέπει πάντοτε να επιδιώκουµε να δώσουµε µια δελεαστική ανοδική-καθοδική κίνηση στο τεχνητό µας, µε γρήγορα, πάνω-κάτω τινάγµατα του καλαµιού και σε συνδυασµό µε γρήγορα µαζέµατα-σταµατήµατα του µηχανισµού, ώστε να προσελκύσουµε το ενδιαφέρον των ψαριών της περιοχής. Κρατάµε το καλάµι πάντα σφιχτά, γιατί τα κεφάλια των ψαριών του βυθού είναι ισχυρά, ξαφνικά, και πολλές φορές απότοµα.
Γι’ αυτό χρειάζεται να είµαστε σε διαρκή ετοιµότητα, έχοντας καλή στήριξη του σώµατός µας, προκειµένου να αντιµετωπίσουµε µια τέτοια αντίδραση. Το καλάµι µας συνοδεύεται από ένα µηχανισµό 4000 εφοδιασµένο µε νήµα 30 λιµπρών, στον οποίο τα φρένα είναι προρυθµισµένα στην ανώτερη αντίσταση.
Τα «κλειστά» φρένα συνεισφέρουν τα µέγιστα αµέσως µετά το κάρφωµα του ψαριού, αφού µας βοηθούν να δώσουµε για λίγο τη µάχη της επικράτησης, προσπαθώντας να αποµακρύνουµε το ψάρι από τον βυθό. Έτσι, αποτρέπουµε το βράχωµα ή την τριβή και το κόψιµο της πετονιάς πάνω σε κοφτερά βράχια. Όταν διασφαλίσουµε τα παραπάνω, τότε µπορούµε να χαλαρώσουµε τα φρένα και να απολαύσουµε τη µάχη. Στα περισσότερα είδη ψαριών, η µάχη κρίνεται όταν το ψάρι περάσει πάνω από το µισό του βυθού. Αυτό οφείλεται στην κύστη του αέρα των ψαριών (νηκτική κύστη), η οποία δε µπορεί να αντισταθµίσει γρήγορα την πίεση, µε αποτέλεσµα το ψάρι να έρχεται επάνω σκασµένο.
Το βαθύ jigging, είναι µια τεχνική η οποία στο µεγαλύτερο µέρος της εξαρτάται από τον εντοπισµό του κατάλληλου βυθού, και στη συνέχεια από τη σωστή της εκτέλεση. Το πιάσιµο µικρών µεγεθών ψαριών µε αυτή την τεχνική, είναι δεδοµένο. Καλό όµως είναι να επιστρέφουµε και πάλι στο νερό τα µικρά άτοµα, κρατώντας µόνο όσα είναι απαραίτητα για το τραπέζι µας και αφήνοντας τα υπόλοιπα για κάποια άλλη φορά. Να ‘στε σίγουροι πως η γαλανή θα σας ανταµείψει απλόχερα…