Λαγόψαρο: Ο τοξικός επισκέπτης
Όλοι λίγο πολύ θα έχουµε ακούσει για αυτό το ψάρι, το οποίο πρωτοεµφανίστηκε στην χώρα µας το 2002, αρχικά στη Ρόδο, και από το 2006 και µετά κατέκλυσε τις ακτές της Κρήτης, µε ιδιαίτερη έξαρση στην νότια πλευρά του νησιού. Το είδος Lagocephalus sceleratus της οικογένειας Tetraodontidae, προέρχεται από την Ερυθρά Θάλασσα, και σύµφωνα µε τους επιστήµονες, η αύξηση της θερµοκρασίας των θαλασσών λόγω των κλιµατικών αλλαγών, δηµιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για τη µετανάστευσή του από τις θερµότερες θαλάσσιες περιοχές προς τα νερά µας. Ο λόγος για τον οποίον οι περισσότερες καταγραφές του είδους έχουν γίνει στην νότια Ελλάδα, οφείλεται στο ότι το κρύο νερό αποτρέπει τους λαγοκέφαλους να κινηθούν προς τις Βορειότερες περιοχές της χώρας µας.
Είναι ένα ψάρι που έµαθε γρήγορα να επιβιώνει στης ακτές µας, και να αναπτύσσεται µε ραγδαίους ρυθµούς διότι δεν έχει κανένα φυσικό εχθρό-ανταγωνιστή. ∆ιαθέτει τέσσερα δυνατά και κοφτερά δόντια, χαρακτηριστικό που οφείλεται στη συνήθειά του να τρέφεται µε ένα είδος οστράκου που ευδοκιµεί στην Ερυθρά θάλασσα. Το σώµα του Λαγοκέφαλου είναι µακρόστενο, συµπιεσµένο πλευρικά και µε κάπως φουσκωτή κοιλιά, ενώ δεν έχει καθόλου λέπια. Το χρώµα του είναι σκούρο καφετί µε µαύρο στη ράχη, τα πλευρά του έντονα ασηµί, ενώ η κοιλιά του έχει λευκό χρώµα. Το µέγεθος του ψαριού στις Ελληνικές θάλασσες, κυµαίνεται από λίγα γραµµάρια, µέχρι και πάνω από 8 κιλά. Υπάρχουν µάλιστα µαρτυρίες από επαγγελµατίες, για ψάρια µε βάρος µεγαλύτερο από 15 κιλά. Το χαρακτηριστικό που κάνει το ψάρι αυτό ιδιαίτερα επικίνδυνο, είναι ότι περιέχει τοξίνες σε διάφορα µέρη του σώµατός του (π.χ. εντόσθια, δέρµα), ιδιαίτερα επικίνδυνες αν καταναλωθεί από τον άνθρωπο (σε µερικές περιπτώσεις ως και θανατηφόρες), µε αποτέλεσµα την απαγόρευση της διάθεσής του στην αγορά. Παραδόξως, παρότι η κατανάλωση της σάρκας του λαγοκέφαλου εγκυµονεί µεγάλο κίνδυνο, ο ίδιος και πολλά ακόµα είδη της οικογένειάς του, αποτελούν εκλεκτό έδεσµα για τους κατοίκους της Άπω Ανατολής. Η προετοιµασία του ψαριού γίνεται από ειδικούς σεφ, µε χρόνια εκπαίδευσης και εµπειρίας στο αντικείµενο, και παρά τους θανάτους που σχετίζονται µε την κατανάλωση του ψαριού, πολλοί συνεχίζουν ακόµα και σήµερα να το δοκιµάζουν. Ας µιλήσουµε όµως για τον ερασιτέχνη και το ψάρεµα. Πού θα το βρούµε, τι να προσέξουµε, πώς θα το αποφύγουµε, και µερικές ακόµα συµβουλές.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να πούµε ότι έχουµε περισσότερες πιθανότητες να τα εντοπίσουµε σε λασπώδη βυθό ή αµµούδες, οπότε καλό θα είναι στο ψάρεµά µας να αποφύγουµε όσο µπορούµε αυτές τις περιοχές, ώστε να µη συναντηθούµε µαζί τους. Το καλοκαίρι τα ψάρια εντοπίζονται από τα πολύ ρηχά µέχρι και τα 80-90 µέτρα, λόγω του ότι τα νερά είναι πιο ζεστά και τα βοηθούν να κυκλοφορούν. Το χειµώνα περιορίζονται στα ρηχότερα κοµµάτια (30 µε 40 µέτρα βάθος), ενώ δε λείπουν βέβαια περιπτώσεις που τα ψάρια θα χτυπήσουν τα δολώµατά µας βαθύτερα, ή ακόµα και σε «καλοκαιρινά µέτρα». Όπως καταλαβαίνετε, ισχύει ο κανόνας της θάλασσας που ορίζει ότι για τίποτα δεν υπάρχει κανόνας, αφού κανείς δε µπορεί να βγάλει άκρη µε αυτά τα ψάρια και µπορεί να εµφανιστούν παντού, πολλές φορές σε µεγάλους πληθυσµούς και άλλες σε µικρότερο αριθµό. Έτσι, το χειµώνα θα προτιµήσουµε τα στίγµατα κάτω από τα 40 µέτρα, και αν είµαστε σίγουροι ότι ο τόπος έχει µόνο πέτρα θα κινηθούµε ρηχότερα, ενώ το καλοκαίρι θα ψαρέψουµε αποκλειστικά και µόνο βαθιά. Ενθαρρυντικό είναι το στοιχείο ότι οι λαγοκέφαλοι είναι ηµερόβια ψάρια, και έτσι δεν κυνηγούν καθόλου την νύχτα, αφήνοντας έτσι τα εργαλεία µας άθικτα.
Το χτύπηµα που κάνει το λαγόψαρο είναι παρόµοιο µε αυτό της συναγρίδας, δηλαδή µικρά, συνεχόµενα χτυπήµατα, µέχρι να φάει εντελώς το δόλωµά µας. Τις περισσότερες φορές η επίθεση του ψαριού δε θα αφήσει τίποτα πάνω στην αρµατωσιά µας, ούτε δόλωµα, ούτε αγκίστρια. Σπάνια ένας λαγοκέφαλος θα χτυπήσει το δόλωµα και δεν θα το φάει όλο (εικόνα ). Συχνά, άτοµα του είδους µπορεί να σηκωθούν από το βυθό ακόµη και 40 µέτρα για να αρπάξουν το δόλωµά µας (ζωντανό, νωπό ή τεχνητό). Εµένα προσωπικά µου έχει τύχει στη συρτή αφρού να χτυπήσει ψάρι στα 25-30 µέτρα πάνω από το βυθό, και να µου κόψει το τεχνητό στη µέση µε µεγάλη ευκολία.
‘Όπως καταλαβαίνετε, ο εξοπλισµός που συνήθως χρησιµοποιούµε στα ψαρέµατά µας, είναι σχετικά αδύναµος µπροστά στα κοφτερά δόντια του λαγόψαρου. Πολλοί συνάδελφοι ψαράδες αναφέρουν κατά καιρούς, ότι αν χρησιµοποιήσεις νήµα κέβλαρ αντί για διπλάρωµα στην αρµατωσιά του φύλακα, δε θα καταφέρουν εύκολα να το κόψουν. Εγώ προσωπικά έχω χρησιµοποιήσει νήµα κέβλαρ αντοχής µέχρι και 150 lbs, το οποίο έκοψαν µε ευκολία τις περισσότερες φορές (εικόνα ). To µοναδικό εργαλείο που δε µπόρεσαν ποτέ να µου κόψουν, είναι το ψιλό συρµατόσχοινο. ∆ε θα σας το συνιστούσα όµως, διότι αν τσακίσει, κόβει εύκολα κάτω από απότοµη, µεγάλη πίεση.
Στην καθετή όπου τα εργαλεία µας είναι πολύ πιο ψιλά, η µόνη λύση για την επιτυχία του ψαρέµατός µας είναι να αποφύγουµε όσο το δυνατό τα ψάρια αυτά. Θα συνιστούσα να ψαρεύουµε όσο µπορούµε πάνω σε βυθό µε πέτρες και τραγάνες. Εκεί τα δολώµατα µας θα είναι σχετικά πιο ασφαλή στις επιθέσεις τους.
Η λύση που προτείνω για τον περιορισµό του προβλήµατος, είναι η αφιέρωση ενός ψαρέµατος το µήνα αποκλειστικά και µόνο για τα λαγόψαρα. Αυτό δεν αφορά µόνο εµάς τους ερασιτέχνες, αλλά και τους επαγγελµατίες του χώρου. Μια ακόµα καλή ιδέα, είναι η επιδότηση του ψαρέµατος του λαγόψαρου από τη ∆ιεύθυνση Αλιείας σε επαγγελµατίες ψαράδες. Αυτή η κίνηση έχει διπλό όφελος, καθώς ο πληθυσµός των ψαριών θα µειωθεί αισθητά και οι ψαράδες θα αποκτήσουν µια έξτρα οικονοµική βοήθεια για τις οικογένειές τους.
Προσωπικά, λόγω του ότι ο καιρός δεν µου το επιτρέπει, και τα ψαρέµατα του µήνα είναι περιορισµένα, είναι δύσκολο να αφιερωθώ σε ένα τέτοιο ψάρεµα. Όταν όµως ο καιρός είναι κακός και η βάρκα µένει στην στεριά για µέρες, πηγαίνω σε ένα κοντινό λιµάνι, ανοίγω το καλαµάκι µου, και µε συρµάτινο παράµαλλο ψαρεύω τους τοξικούς επισκέπτες. Έχω καταφέρει να βγάλω µέχρι και 10 τέτοια ψάρια σε µια µέρα, µε βάρη από 1 έως και 4 κιλά, οπότε τουλάχιστον η διασκέδαση είναι εξασφαλισµένη!