Ούγενα: Ένας Σαργός Β΄ Κατηγορίας
Η ούγενα, diplodus puntazzo, γνωστή και με τα ονόματα «μυτάκι» ή «χιόνα», ανήκει στην οικογένεια των σπαριδών και συγγενεύει με το σπάρο, το σαργό και τον κακαρέλο.
Πολλοί την μπερδεύουν με το χαρακωτό σαργό και πολλές φορές αυτή την ομοιότητα εκμεταλλεύονται κάποιες ψαροταβέρνες και την πουλούν για σαργό. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα που την κάνει να ξεχωρίζει από τα προαναφερθέντα είδη, είναι ό έντονος προγναθισμός του στόματός της και οι πολυάριθμες σκούρες γραμμές του σώματός της.
Ζει σε παραθαλάσσια νερά, σε αμμώδη ή βραχώδη βυθό και σε βάθη μέχρι τα 50 μέτρα. Μπορεί να ζήσει και σε υφάλμυρα νερά, όπως και σε εκβολές ποταμών. Διαθέτει έντονο το χάρισμα της πλευρικής γραμμής και της ακοής, μέσω των οποίων αντιλαμβάνεται την παραμικρή μετατόπιση νερού, τον παραμικρό θόρυβο ή οποιαδήποτε απροσεξία εκ μέρους μας. Είναι ψάρι ερμαφρόδιτο και το κρέας της είναι λευκό και πεντανόστιμο, όταν την ψήνουμε στα κάρβουνα φρέσκια.
Που θα την συναντήσουμε;
Κυκλοφορεί σε όλη την ακτογραμμή, όλες σχεδόν τις εποχές του χρόνου, με μια μικρή μείωση κατά τους χειμερινούς μήνες. Μετά από έντονο κυματισμό ή κατά την διάρκεια αυτού, εκμεταλλεύεται την ανακατωσούρα της θάλασσας για να βρει την τροφή της. Είναι και η στιγμή που είναι και πιο ευάλωτη στον ψαροκυνηγό, αφού ατονεί η ακοή της και μειώνεται η ικανότητα να αντιλαμβάνεται όσα συμβαίνουν γύρω της, μέσω της πλευρικής γραμμής της.
Την εποχή της αναπαραγωγής ή της γέννας, τέλη Αυγούστου έως και αρχές Φθινοπώρου, κατακλύζει τις ακτογραμμές, και δεν είναι λίγες οι φορές που θα μπει μέσα σε σχισμές και πλάκες, κάνοντας τη σύλληψή της πολύ απλή υπόθεση.
Το κρύψιμό της, στη πλειάδα των περιπτώσεων, είναι επιπόλαιο και μικρό σε χρόνο, εκτός και αν στην ίδια τρύπα ή σχισμή βρίσκονται λουφαγμένοι μεγάλοι σαργοί που δίπλα τους νιώθει πιο ασφαλής, και παρατείνει έτσι το χρόνο που θα μείνει βραχωμένη.
Συνήθως, οι κλασσικοί σαργότοποι προσελκύουν τις ούγενες, αλλά σε αντίθεση με τους σαργούς, σπάνια θα σταθεί ακίνητη ή θα βρει καταφύγιο μέσα σε φυκιάδες.
Εξοπλισμός και προσέγγιση
Στο καρτέρι κάνει την εμφάνισή της γρήγορα και πρώτη, με τα μικρά και μεσαία μεγέθη να ενδίδουν ευκολότερα και να μπαίνουν στο δραστικό βεληνεκές του όπλου που κρατάμε, χωρίς πολλές αναστολές. Αν τις δούμε όσο κολυμπάμε στην επιφάνεια και αυτές δεν τραπούν σε φυγή, τότε ακόμη και με ένα πρόχειρο καρτέρι θα εμφανιστούν στο οπτικό μας πεδίο.
Οι πιθανότητες να πλησιάσουν στην ενέδρα μας, αυξάνονται όταν χρησιμοποιούμε τεχνητούς ήχους, αλλά όχι όταν αφήνουμε να φύγουν φυσαλίδες αέρα, που δείχνει να τις τρομάζει.
Η θολούρα βοηθά να μας προσεγγίσει γρηγορότερα, αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν γνωρίζουμε από ποια γωνία θα εμφανιστεί, κάτι που άλλωστε ισχύει για όλα τα θηράματα όταν ψαρεύουμε σε νερά με μειωμένη ορατότητα.
Το μήκος όπλου που θα χρειαστούμε, είναι ανάλογο των συνθηκών που υπάρχουν στην περιοχή που ψαρεύουμε. Προσωπικά, σε όλα μου τα όπλα, ανεξαρτήτως μήκους, χρησιμοποιώ το ανάλογο μέγεθος μουλινέ και οπωσδήποτε δίφτερη βέργα, που σε αρκετές των περιπτώσεων σώζει καταστάσεις.
Στο ψάρεμα στην τρύπα, τα κοντά όπλα έχουν την τιμητική τους. Η 6,25 χιλ. βέργα με μεσαίο φτεράκι, που θα σπρωχθεί με δύναμη και ταχύτητα από λάστιχα πάχους 17 χιλ., θα ανταποκριθούν σε όλα τα άσπρα ψάρια, εντός λογικών αποστάσεων.
Ενδεδειγμένο μήκος το 75άρι, χωρίς να αποκλείσουμε πως και αυτό κάποιες φορές φαντάζει μεγάλο και θα χρειαστεί το μικρό 60άρι για να «καθαρίσει» το παιχνίδι, εφόσον φυσικά μιλάμε για ψάρεμα στο θαλάμι.
Με σάρκα που σκίζεται σχετικά εύκολα και όντας τραυματισμένη, εξαφανίζεται σε χρόνο μηδέν, παρασέρνοντας μαζί της και άλλα είδη της περιοχής.
Με πλανάρισμα μπορούμε να συλλάβουμε κάποιες ούγενες, αλλά σε κοφτά νερά η μέθοδος δεν αποδίδει, διότι με το ξεκίνημα της βουτιάς επιλέγει να βαθύνει γρήγορα. Εντοπίζοντάς την από την επιφάνεια, καταδυόμαστε προς το μέρος της πορείας που διαγράφει, προσπαθώντας να της κλείσουμε την έξοδο προς τα βαθιά, χωρίς απότομες και άτσαλες κινήσεις, και να την αναγκάσουμε να στρίψει ελαφρά το πεπλατυσμένο σώμα της, δίνοντάς μας όσο το δυνατό καλύτερη θέση βολής.
Γενικότερα
Η ούγενα, ακόμα και στις μέρες μας θεωρείται ένα από τα είδη σε επάρκεια, ίσως εξαιτίας της μεγάλης προσαρμοστικότητας που δείχνει να διαθέτει. Τα τελευταία χρόνια είναι είδος που εκτρέφεται και στις ιχθυοκαλλιέργειες. Η όχι τόσο μεγάλη θηρευτική της αξία, την έχει φέρει σε δεύτερη θέση στις επιλογές των έμπειρων ψαροκυνηγών. Όταν δείτε μια ούγενα να τρώει σε κάθετο βράχο, μετρήστε πόσες φορές κάνει παύση μεταξύ των τσιμπολογημάτων. Συνήθως είναι τρεις πριν μας αντιληφθεί, οπότε υπολογίστε το χρόνο σας για βολή. Οι αρχές του καλοκαιριού είναι εξίσου καλή περίοδος για το ψάρεμά τους.
Μη χτυπάτε μικρά ψάρια, αλλά προτιμήστε μεγέθη από μισό κιλό και πάνω. Προσοχή στην εκτίμηση, διότι έχει λεπτό σώμα και δείχνει μεγαλύτερη από το βάρος της. Προτιμήστε να την καθαρίσετε μόλις βγείτε από τη θάλασσα και να καθαρίσετε καλά την κοιλιακή χώρα. Φροντίστε να την φάτε φρέσκια, ψητή ή τηγανισμένη σε ελαιόλαδο, για όσους λατρεύουν τα τηγανητά.
Καλή επιτυχία!