Κάθε εποχή έχει τους δικούς της τρόπους ψαρέµατος, οι οποίοι αποδίδουν ιδιαίτερα και µας προσφέρουν αξιόλογα θηράµατα. Όσοι γνωρίζουν και µπορούν να προσαρµόζονται, έχουν όλο το χρόνο επιτυχίες, ενώ όσοι επιµένουν σε µια και µόνο τεχνική, θα αναγκαστούν να µείνουν άψαροι για αρκετά µεγάλο χρονικο διάστηµα.
Όλο το χειµώνα, τα ψάρια έτρωγαν εύκολα το ζωντανό δόλωµα και ιδιαίτερα το καλαµάρι που βρισκόταν σε αφθονία. Όµως µπαίνοντας την άνοιξη, οι συνήθειες και οι προτιµήσεις τους αρχίζουν να αλλάζουν. Το ζωντανό παύει να προκαλεί τόσο πολύ και προτιµούν τα τεχνητά τα οποία κινούνται µε µεγαλύτερες ταχύτητες. Φεύγουµε λοιπόν από την εποχή του φύλακα και οδεύουµε προς την εποχή της παραδοσιακής συρτής βυθού. Σε αυτό το κείμενο, θα προσπαθήσουµε να δώσουµε κάποιες βασικές οδηγίες για όσους φίλους θελήσουν να ασχοληθούν µε τη συγκεκριµένη τεχνική, ενώ σε επόµενο θα µπούµε και στις λεπτοµέρειες.
Εξοπλισµός
Τα βασικά υλικά είναι µία µεγάλη και ευρύχωρη λεκάνη, αρκετά µέτρα σκοινί τύπου Dacron, πετονιά εκατοστάρα, µολύβια συρτής βάρους 150-160 γραµµαρίων, ένα λίγο µικρότερο συρόµενο (70-100 γραµµαρίων), ένα στριφτάρι, παράµαλλο διαµέτρου 0,60-0,70 χιλ. και µερικά τεχνητά. Πολύ σηµαντική είναι η ύπαρξη βυθόµετρου, για να βλέπουµε το βάθος κάτω από το σκάφος µας κι ένα gps, κυρίως για να υπολογίζουµε την ταχύτητα (εκτός κι αν το βυθόµετρό µας διαθέτει και ένδειξη ταχύτητας.
Αρµάτωµα
Τοποθετούµε λίγα µέτρα σκοινί στη λεκάνη µας, κόβουµε, και δένουµε ένα από τα βαρίδια της συρτής. Μετράµε πέντε οργιές και δένουµε ένα δεύτερο µολύβι. Στη συνέχεια άλλες πέντε οργιές και άλλο µολύβι, και πάµε έτσι ώστε να δέσουµε την πλειοψηφία των µολυβιών µας. Όταν φθάσουµε στα τρία τελευταία, θα χρησιµοποιήσουµε πετονιά εκατοστάρα αντί για νήµα και θα τοποθετήσουµε τα βαρίδια µε απόσταση πάλι πέντε οργιές µεταξύ τους. ∆ένοντας και το τελευταίο µολύβι, αφήνουµε πάλι πέντε οργιές, περνάµε στην πετονιά το συρόµενο µολύβι των 70-100 γρ. και στο άκρο δένουµε ένα στριφτάρι. Στο άλλο άκρο του στριφταριού δένουµε το παράµαλλό µας και στο άκρο του παράµαλλου το τεχνητό µας. Ο συνολικός αριθµός των µολυβιών, έχει να κάνει µε το βάθος που ψαρεύουµε. Υπολογίστε χοντρικά µολύβι και 2 µέτρα βάθος. Έτσι, κάποιος ο οποίος σκέφτεται να ψαρέψει µέχρι τα τριάντα µέτρα βάθος είναι καλυµµένος µε 15 µολύβια, αν θέλει να αναζητήσει τα ψάρια µέχρι τα σαράντα µέτρα, τότε χρειάζεται 20 µολύβια κ.ο.κ. Πάντως να ξέρετε ότι, µπορούµε να χειριστούµε µέχρι 20 µολύβια µε τα χέρια έχοντας κάποια άνεση, αλλά για περισσότερα, θα χρειαστούµε τη βοήθεια ενός ηλεκτρικού µηχανισµού (στην ελληνική αγορά υπάρχουν πολλοί και αξιόλογοι).
Ταχύτητα σκάφους και βάθος ψαρέµατος
Η µεγάλη δυσκολία στο συγκεκριµένο ψάρεµα, είναι να καταφέρουµε να περνάµε το δόλωµά µας κοντά στο βυθό, εκεί δηλαδή όπου βρίσκονται τα ψάρια. Αν ακουµπήσουµε στο βυθό, υπάρχει κίνδυνος να σκαλώσει το τεχνητό µας, ενώ αν είµαστε ψηλά, οι τσιµπιές θα είναι λιγοστές. Αυτό σηµαίνει ότι πρέπει να κινιόµαστε σε ένα ύψος το πολύ τριών µέτρων από το βυθό. Για να το καταφέρουµε αυτό, θα πρέπει να κάνουµε σωστό υπολογισµό του βάθους, λαµβάνοντας υπόψη µας το συνδυασµό αριθµός βαριδιών στο νερό-ταχύτητα σκάφους. Ο κανόνας είναι ο εξής: κάθε µολύβι κατεβάζει τη συρτή µας δύο µέτρα κάτω, αν το σκάφος µας κινείται µε ταχύτητα γύρω στους 3,1-3,4 κόµβους και ακολουθούµε τις παραπάνω αποστάσεις αρµατώµατος. Συνυπολογίζοντας και το βάθος πλεύσης του δολώµατος, µπορούµε να έχουµε µία αρκετά ακριβή εικόνα. Ας δούµε ένα παράδειγµα. Πείτε ότι έχουµε στη συρτή µας ένα τεχνητό το οποίο βυθίζεται 3 µέτρα και θέλουµε να ψαρέψουµε σε βάθος 18 µέτρων. Αν αµολήσουµε στο νερό επτά µολύβια, τότε 7 µολύβια επί 2 µέτρα το κάθε µολύβι, έχουµε σύνολο 14 µέτρα. Αν στα 14 αυτά µέτρα προσθέσουµε και τα 3 που κατεβαίνει το τεχνητό µας είµαστε στα 17, δηλαδή ένα µέτρο πάνω από το βυθό, ιδανικό βάθος για να µας χτυπήσει κάποιο ψάρι. Αν στη συνέχεια διαπιστώσουµε ότι ο βυθός «ανεβαίνει», τότε µαζεύουµε ένα ή περισσότερα βαρίδια, ενώ όταν δούµε ότι «κατεβαίνει» αµολάµε και άλλο-α µολύβι-α. Τα µάτια µας είναι πάντα στο βυθόµετρο, προσπαθώντας να είµαστε συνέχεια σε µια ισοβαθή, για να µην έχουµε συνεχή ανεβοκατεβάσµατα µολυβιών, ενώ η πορεία µας είναι σε ευθεία γραµµή και κινούµαστε µε σταθερή ταχύτητα.
Τεχνητά
Τα τεχνητά δολώµατα για την παραδοσιακή συρτή βυθού, έχουν-συνήθως-µήκος από 14 εκατοστά και άνω και είναι αποµίµηση ψαριού ή καλαµαριού. Στο εµπόριο θα βρούµε µεγάλη ποικιλία σε σχέδια και χρωµατισµούς. Επιλέξτε για αρχή κάποιο επώνυµο δόλωµα, δοκιµασµένο από φίλους και γνωστούς και αποδεδειγµένα αποδοτικό στην πάροδο του χρόνου. Από χρωµατισµούς προτιµήστε έντονα χρώµατα για βαθιά ψαρέµατα και πιο σκούρα για ρηχά. Η µεταλλική γλώσσα είναι καλύτερη στις φωτεινές µέρες και όταν ο ήλιος είναι ψηλά, ενώ η πλαστική όταν ο καιρός είναι µουντός ή ψαρεύουµε σούρουπο-ξηµέρωµα.
Τόποι
Με τη συρτή βυθού προτιµούµε να ψαρεύουµε σε αποχές και κοµµάτια κοντά σε άγριο βυθό (ξέρα, κατέβασµα, µονόπετρα κ.α.), αλλά µε µικρές υψοµετρικές διαφορές.
Ψάρια
Μεγάλες συναγρίδες, σφυρίδες, στήρες, ροφοί είναι τα ψάρια που συνήθως αναζητούµε στα ψαρέµατα κοντά στο βυθό, ενώ αν ανέβουµε λίγο ψηλότερα, συναντάµε λούτσους, ρίκια, µανάλια, χωρίς ποτέ να λείπουν οι εκπλήξεις.
Χρήσιµες συµβουλές για τα πρώτα ψαρέµατα
•Στην αρχή αρµατώνουµε τη συρτή µας µε 15, το πολύ 20 βαρίδια και στη συνέχεια, όταν δούµε ότι έχουµε τη δυνατότητα για περισσότερα, µπορούµε εύκολα να τα προσθέσουµε στην αρµατωσιά µας. •Κρατάµε πάντα την αρµατωσιά µας από κάποιο βαρίδι και δεν την αφήνουµε ποτέ δεµένη ή ακινητοποιηµένη σε κάποιο µηχανισµό συρτής ή τµήµα του σκάφους µας (π.χ σκαρµό). •∆ε σέρνουµε σε τόπους µε απότοµες διακυµάνσεις βάθους, αλλά σε οµαλούς βυθούς, παίρνοντας µια ισοβαθή και προσπαθώντας να την ακολουθήσουµε όσο µπορούµε πιο πιστά. •∆ιατηρούµε όσο γίνεται σταθερή την ταχύτητα του σκάφους, ανάµεσα στα 3,1 µε 3,4 µίλια. •Αποφεύγουµε τις απότοµες στροφές και όταν θα χρειαστεί να στρίψουµε το σκάφος, µαζεύουµε βαρίδια ή αυξάνουµε ταχύτητα, ή ακόµα και τα δυο συγχρόνως. Σε αντίθετη περίπτωση το σκάλωµα παραµονεύει. •Όταν για οποιοδήποτε λόγο καταλάβουµε κάτι περίεργο στη συρτή µας, όπως για παράδειγµα µικροτσιµπιά, απότοµο πρόσκαιρο βάρος, διαφορετική συµπεριφορά, τότε δεν την αφήνουµε να ψαρεύει, αλλά τη σηκώνουµε για να την ελέγξουµε.
Το παραµικρό σκουπιδάκι καρφωµένο στο τεχνητό µας, θα έχει σα συνέπεια να µην ψαρεύει καθόλου. Εξάλλου, το πιάσιµο φυκιού είναι µια ένδειξη ότι ψαρεύουµε χαµηλά και πρέπει να ανεβάσουµε βαρίδι. •Είναι προτιµότερο να ψαρεύουµε ψηλότερα από το βυθό, παρά να σέρνουµε πάνω του. Εκτός από το σκάλωµα ή το πιάσιµο σκουπιδιού, τα οποία σηµαίνουν το τέλος αυτής της ριξιάς, τα ψάρια αρπάζουν τα δολώµατα αρκετά ψηλά αυτήν την εποχή, άρα δεν υπάρχει λόγος να οδηγούµαστε σε επικίνδυνες καταστάσεις. •Όταν πιαστεί το ψάρι (θα το καταλάβουµε από την απότοµη αλλαγή του βάρους της συρτής), δεν κάνουµε «κράτει» τη µηχανή, αλλά ακολουθούµε την πορεία µας κανονικά. Μπορούµε όµως, αφού µαζέψουµε µερικά βαρίδια, να ελαττώσουµε τις στροφές της µηχανής µας. •Ο γάντζος είναι απαραίτητος και δεν επιχειρούµε σε καµιά περίπτωση να ανεβάσουµε πιασµένο ψάρι στο σκάφος µας, χωρίς τη βοήθειά του. •Προτιµούµε να ψαρεύουµε µεσηµεριανές ώρες, επιλέγοντας τεχνητά µε µεταλλική γλώσσα αν απευθυνόµαστε σε συναγρίδες και απογευµατινές ή πρώτες πρωινές ώρες µε τεχνητά που έχουν πλαστική γλώσσα, αν αναζητούµε σφυρίδες, στήρες και ροφούς.