Παραγάδι: Καλάρισµα ξέρας
Για πολλούς φίλους παραγαδιάρηδες, η «ξέρα» αποτελεί τον ιδανικό τόπο για να καλάρουν το παραγάδι τους. Είναι όµως έτσι, ή κινδυνεύουν να πέσουν στα δύσκολα και το τελικό αποτέλεσµα να είναι απογοητευτικό;
Η πραγµατικότητα, είναι κάπου στη µέση. Όλοι µας αναζητάµε τόπους άγνωστους στους πολλούς ψαράδες. Οι οποίοι «κρατάνε» ψάρια, και µπορούµε να τους επισκεπτόµαστε κατά διαστήµατα, κάνοντας δυνατές ψαριές. Τέτοιοι τόποι είναι και οι ξέρες, µε τη διαφορά όµως, ότι τις περισσότερες τις ξέρουν πολλοί, και δυστυχώς δεν υπάρχει ζωή. Μια καλή ξέρα λοιπόν, θα µας δώσει όµορφα ψάρια αν δεν τη βρίσκουµε στο χάρτη του µηχανήµατός µας (gps). Και πιο πολύ αν δεν έχει την κλασσική µορφή της ξέρας, αλλά πρόκειται για κάποια µικρά κοµµάτια που τα ονοµάζουµε «ξεράδια» (συνήθως τα βρίσκουµε στις προεκτάσεις τις ακτής).
Τέτοια µέρη ίσως είναι καλύτερα, και µπορούν να µας δώσουν καλύτερα αποτελέσµατα. Αν όµως, για καλή µας τύχη, ανακαλύψουµε κάποια ξέρα µε αρκετά από τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσµατα. Τότε θα πρέπει να ετοιµαστούµε για ένα αρκετά ζωηρό και συναρπαστικό ψάρεµα.
Ο τόπος και τα χαρακτηριστικά του
Όπως όλοι γνωρίζουµε, η ξέρα είναι ένας τόπος άγριος, δύσκολος στο ψάρεµα του, µε πέτρες που κόβουν σαν ξυράφια. Αλλά ταυτόχρονα φιλοξενούν πολλά και καλά είδη ψαριών, σε πολύ αξιόλογα µεγέθη. Ιδιαίτερα όµως στο ψάρεµα µε παραγάδι, είναι σίγουρο ότι θα µας δώσει δύσκολο λεβάρισµα, αρκετά κοψίµατα στη µάνα, και θα µας κρατάει πάντα σε εγρήγορση και ετοιµότητα. Αφού θα πρέπει να έχουµε στο νου µας να µην αφήσουµε κάτω παραγάδια, για να µην χαλάσουµε τον τόπο. ∆εν αρκεί µόνο να βρούµε κάποιο καλό κοµµάτι µόνο για ένα ψάρεµα, θα πρέπει και να το διατηρήσουµε ανέπαφο από πετονιές και αγκίστρια. Για να µπορούµε να το ψαρεύουµε ανά διαστήµατα.
Τα πρώτα ψαρέµατα, θα είναι αναγνωριστικά, για να δούµε τι ψάρια κρατάει ο τόπος, σε ποιες πλευρές του υπάρχουν τα καλύτερα κοµµάτια, πόσο δύσκολος είναι. Αν είναι προτιµότερο ένα 13άρι ή 12άρι εργαλείο, ή θέλει πιο χοντρά µιας και βρίσκουµε µεγάλα ψάρια. Όλα αυτά, είναι χαρακτηριστικά που θα µας βοηθήσουν στα επόµενα ψαρέµατα. Τέλος, θα πρέπει να οριοθετήσουµε την ξέρα σωστά µε το βυθόµετρό µας και το gps, για να µην καλάρουµε σε νέτα κοµµάτια και για να ξέρουµε ακριβώς πόσα αγκίστρια µπορούν να ψαρέψουν.
Αυτό το τελευταίο, δηλαδή η οριοθέτηση του τόπου, είναι πολύ σηµαντικό και δεν το κάνουν πολλοί ψαράδες. Αν δεν το κάνουµε σωστά, πολλά αγκίστρια θα ψαρεύουν στις λάσπες. Θα παίρνουν ψάρια µπελαλίδικα όπως µουγκριά ή σπάθες, τα οποία θα κάνουν το εργαλείο µας κουβάρι. Εκτός αυτού, όταν φεύγεις από τα όρια της ξέρας και πιάνεις τα απότοµα κατεβάσµατα χωρίς να το ξέρεις. Τότε σίγουρα θα έρθεις αντιµέτωπος µε ντέµατα και µάλιστα πολύ δύσκολα.
Επιλογή κατάλληλου παραγαδιού
Η επιλογή του κατάλληλου παραγαδιού για τέτοιους τόπους, είναι σηµαντικός παράγοντας επιτυχίας. Ξεκινάµε λοιπόν, µε δεδοµένο έναν αρκετά σκληρό έως πολύ δύσκολο τόπο. Άρα έχουµε δύο λύσεις: η πρώτη, να χρησιµοποιήσουµε πετονιές σκληρές, εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα να τραβήξουµε και µε το σκάφος αν χρειαστεί. Και η δεύτερη, να επιλέξουµε µαλακιές πετονιές, ώστε να έχουµε πιο εύκολα κοψίµατα. Αλλά τοποθετώντας πολλά καλαδούρια και άκρες στο παραγάδι µας, να µην το αφήσουµε κάτω. Μπορεί να πρόκειται για δύο διαφορετικές φιλοσοφίες, δε µπορούµε όµως να µην τις αναφέρουµε.
Η πρώτη, απευθύνεται κυρίως σε αυτούς που δεν τους πειράζει να έχουν ένα πιο δύσκολο λεβάρισµα. Και η δεύτερη σε όσους δε θέλουν δυσκολία στο ντέµα («κόβω και πιάνω το επόµενο καλαδούρι»…). Αναφορικά µε το αγκίστρια, προσωπικά θα προτείνω-για τα πρώτα τουλάχιστον ψαρέµατα – ένα µέγεθος γύρω στο 12. Το οποίο αν συνδυαστεί σωστά µε τα κατάλληλα νούµερα πετονιάς, θα µας δώσει και τα πιο µικρά ψάρια, αλλά θα µας κρατήσει και µεγάλα. Αν τώρα δούµε πως έχουµε µεγάλα ψάρια στην περιοχή, τότε την επόµενη φορά θα πέσουµε σε νούµερο αγκιστριού. Οδηγούµενοι ουσιαστικά σε ένα πιο χοντρό παραγάδι.
Η απόσταση των παράµαλλων θα είναι γύρω στις 4 οργιές για αρχή και αναλόγως ειδών, µεγεθών και πληθυσµών των ψαριών, διαφοροποιούµε τις αποστάσεις. Σε καµιά περίπτωση δεν πρέπει να «πετσοκόψουµε» το παραγάδι χωρίς δεύτερη σκέψη, αν παραστεί ανάγκη. Αν λοιπόν δεν γνωρίζουµε ακριβώς τον τόπο, και µέχρι να τον µάθουµε καλά, θα πάµε µε ένα παραγάδι ενιαίο. Όταν δούµε πως δε χωράει πια άλλο, και το κατέβασµα από την ξέρα γίνεται απότοµα, δε θα συνεχίσουµε. Μετά την ακριβή χαρτογράφηση και οριοθέτηση της «ωφέλιµης» περιοχής της ξέρας, θα µπορούµε πια να φτιάξουµε ένα παραγάδι ακριβώς στα µέτρα του τόπου.
Πώς θα καλάρω την ξέρα
Εδώ ερχόµαστε στο πιο σηµαντικό κοµµάτι του παραγαδιού µας. Δηλαδή πως θα το βάλουµε να κάτσει πάνω στον τόπο, ώστε να πιάνουµε όσο το δυνατό µεγαλύτερο κοµµάτι του, και να είµαστε πάντα στα σωστά σηµεία, εκεί όπου βρίσκονται τα ψάρια.
α) ∆εν ξέρουµε ακόµα τον τόπο καλά
Στα πρώτα ψαρέµατα, όταν δεν ξέρουµε τον τόπο καλά, θα πρέπει να χρησιµοποιούµε συνδυαστικά το βυθόµετρο και το gps. ∆ηλαδή, την ώρα που καλάρουµε, θα βλέπουµε βάθος, σκληρότητα βυθού και απότοµες εναλλαγές. Ξεκινάµε, λοιπόν, µε το βυθόµετρο από µία πλευρά της άγνωστης ξέρας, και όταν φτάσουµε σε κάποιο σηµείο που ανεβαίνει οµαλά. Τότε έχουµε αρχίσει να πατάµε καλά πάνω της. Εκεί είναι που θα βάλουµε το πρώτο καλαδούρι και το πρώτο µας σηµάδι. Με την προέκταση της πλώρης στο gps, θα πάρουµε µια πορεία, και όσο το βυθόµετρο δείχνει µικρές εναλλαγές, θα συνεχίσουµε να ρίχνουµε αγκίστρια.
Όταν θα δούµε να βαθαίνει απότοµα, τότε, ή θα βάλουµε καλαδούρι, θα σηµαδέψουµε και θα γυρίσουµε προς άλλη κατεύθυνση. Είτε, επειδή δε γνωρίζουµε πως εξελίσσεται η ξέρα, θα κόψουµε το παραγάδι και αφού αναγνωρίσουµε λίγο τον τόπο, θα ξεκινήσουµε από άλλο σηµείο και θα επαναλάβουµε το ίδιο. Πάντα όµως βάζοντας σηµάδια. Στο τέλος, θα έχουµε κάποια σηµάδια στο όργανο. Τα οποία θα οριοθετούν περιµετρικά την έκταση της ξέρας. Βέβαια, µην περιµένετε να τα βρείτε αµέσως, µε ένα ψάρεµα και µόνο, όµως θα έχετε κάνει µία πολύ καλή αρχή.
β) Οριοθετηµένος τόπος
Ας περάσουµε τώρα στη δεύτερη περίπτωση, όταν δηλαδή έχουµε φτιάξει τον τόπο στο χάρτη µας, και πλέον γνωρίζουµε ακριβώς τα όριά του. Εδώ τα πράγµατα είναι αλλιώς, γιατί έχοντας γνώση του τόπου, διαθέτουµε και το ανάλογο παραγάδι για να τον ψαρέψουµε. Φτάνουµε λοιπόν πάνω από την ξέρα, και µεγεθύνουµε την εικόνα στο χάρτη µας, ώστε στην οθόνη να φαίνονται ακριβώς τα όριά µας. Ξεκινάµε να καλάρουµε, προσπαθώντας να καλύψουµε όσο το δυνατό µεγαλύτερη επιφάνεια της ξέρας. Στην οθόνη µας θα φαίνεται η γραµµή που ακολουθεί το σκάφος, από το ένα όριο στο άλλο (µήκος ξέρας), και από τη µία πλευρά στην άλλη (πλάτος ξέρας), και ξανά πάλι.
Αυτό θα γίνεται ανάλογα και µε τη φορά ή την ένταση των ρεµάτων στην περιοχή. Η προσοχή µας πρέπει να είναι στο µηχάνηµα, και ιδιαίτερα στην περίπτωση αρκετών ρεµάτων, να προσέξουµε ώστε να µην πέσει το ένα πέρασµα πολύ κοντά στο άλλο. Γιατί υπάρχει περίπτωση το παραγάδι µας να καβαλήσει, κάτι το οποίο απευχόµαστε σε κάθε περίπτωση. Μία ακόµα πιθανή κατάσταση, είναι να µην έχουµε µεγάλη επιφάνεια στην ξέρα, και να χωράει λίγα αγκίστρια. Αυτό δε µας πειράζει καθόλου, αν ο τόπος είναι καλός, αφού απλά θα πρέπει να αλλάξουµε τον τρόπο καλαρίσµατος. Θα ξεκινήσουµε από το ένα άκρο της ξέρας που βρίσκεται στην άκρη της, και θα τραβήξουµε µία διαγώνια πορεία µέχρι το απέναντι άκρο στη µέση της.
Από εκεί, και αφού βάλουµε καλαδούρι, θα επιστρέψουµε στην απέναντι πλευρά και πάλι διαγώνια σχηµατίζοντας ένα µεγάλο «Λ». Αν τώρα µας περισσεύουν 4-5 αγκίστρια, µπορούµε να το κλείσουµε και να έχουµε ένα τρίγωνο. Προσοχή, αυτό το καλάρισµα γίνεται σε µικρό τόπο (ξέρα µε µικρό πλάτος), άρα και η γωνία που σχηµατίζουµε είναι µικρή. Εκεί στο γύρισµα λοιπόν, θέλει προσοχή και σωστές κινήσεις για να µην πέσουµε λάθος. Σε καλούς τόπους, ακόµα και µε λίγα αγκίστρια, µπορούµε να πάρουµε ένα-δυό καλά ψάρια, αρκεί να µη ρίχνουµε συνέχεια στον ίδιο τόπο και πάρουµε όλα τα ψάρια. Μία σωστή διαχείριση του κοµµατιού, θα µας δίνει πάντα τα επιθυµητά αποτελέσµατα.
Τελευταία εκδοχή στο καλάρισµα, είναι να ξεκινήσουµε εκεί όπου τελειώνουν οι λάσπες και ξεκινάει το ανέβασµα, και να φτάσουµε στο σηµάδι που αντιπροσωπεύει το κεφάλι της ξέρας, δηλαδή στο πιο ψηλό της σηµείο. Στη συνέχεια, ακολουθούµε µία διαγώνια πορεία πάλι προς τα χαµηλά, σχηµατίζοντας µία γωνία. Αυτό είναι το ιδανικό καλάρισµα. Όταν πια έχουµε δοκιµάσει αυτή την ξέρα αρκετά, και έχουµε δει πως αυτή της η πλευρά είναι η καλύτερη, µε την περισσότερη ζωή. Έτσι, αντί να καλάρουµε όλη την ξέρα στην πάνω της πλευρά, καλάρουµε την πλευρά της µε τα περισσότερα ψάρια, βάζοντας όσα αγκίστρια χωράνε.
Αυτό το καλάρισµα, δηλαδή να πιάσουµε ένα ανέβασµα και ένα κατέβασµα, είναι µεν πολύ καλό, θα πρέπει όµως να ξέρουµε πως θα έχουµε και πολλά, δύσκολα ντέµατα. Τα οποία πολλές φορές δεν οφείλονται σε βράχια, αλλά σε ψάρια. Υποµονή λοιπόν, και χρήση σωστών εργαλείων… Οι ξέρες είναι καλοί τόποι, αλλά απαιτούν καλή γνώση της τεχνικής και σεβασµό στο βυθό. Η σωστή οριοθέτηση του τόπου είναι απαραίτητη, και ίσως καµιά φορά οι αποχές της ξέρας να είναι καλύτερες από το κεφάλι. Μην ακούτε που λένε συνέχεια «πάνω στο κεφάλι της ξέρας». Αν βρείτε τις αποχές στα κατεβάσµατα και τις ψάξετε, θα δείτε πως µπορείτε να κάνετε πιο εύκολο και αποδοτικό ψάρεµα.
Σωστό λοιπόν καλάρισµα του τόπου, για να καταφέρουµε να φύγουµε µε το παραγάδι µας άρτιο και µε µερικά καλά ψάρια. Πολλά εξαρτώνται από το βάθος που βρίσκεται αυτό το κοµµάτι, και από τα ρέµατα της περιοχής. Προσοχή, γιατί έχει τύχει να καλάρουµε παραγάδια πάνω στην ξέρα, και στο λεβάρισµα να είναι σε άλλο σηµείο. Βάθος, ρέµατα, βαρίδια, καλαδούρια, φελά, όλα πρέπει να βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία µε το βυθόµετρο, το gps και το µυαλό µας.
Μπορώ να την καλάρω;
Το καλάρισµα του παραγαδιού πάνω σε ξέρες, είναι δίκοπο µαχαίρι. Ναι µεν µπορεί να σου δώσει καλά ψάρια, αν ο τόπος τα κρατάει. Όµως, υπάρχει περίπτωση και να µην σηκώσουµε το εργαλείο µας καθόλου. ∆ύσκολοι τόποι, γεµάτοι ανεβοκατεβάσµατα και κοφτερά βράχια, µεγάλα ψάρια που θα µας δώσουν δύσκολα ντέµατα. Πολλοί θεωρούν πως καµιά φορά ίσως και να µην αξίζει τον κόπο να ρίξουµε παραγάδι σε έναν τέτοιοι τόπο. Προσωπικά θα συµφωνήσω, το παραγάδι είναι ένα εργαλείο µε δυνατότητα να ψαρεύει υπό προϋποθέσεις. Τι να το κάνω αν ρίξω δέκα παραγάδια πάνω στον τόπο που βρήκα, πάρω δέκα ψάρια. Αλλά µετά ο τόπος είναι γεµάτος πετονιές…
Στο τέλος δε θα µπορώ να τον ψαρέψω ξανά. Αφού εκτός της δικής του, φυσικής δυσκολίας, θα του έχω προσθέσει και εγώ µερικά τεχνητά εµπόδια. Τα οποία θα βρίσκω µπροστά µου συνέχεια. Πριν λοιπόν αποφασίσουµε να καλάρουµε τέτοιους τόπους, πρέπει να γνωρίζουµε και πώς να ανακτήσουµε το εργαλείο µας σώο και αβλαβές. Να διαθέτουµε κουλούρα για παράδειγµα για να βγάλουµε ντέµατα. Επίσης να έχουµε άποψη πως να τη χρησιµοποιούµε, να µπορούµε να αναγνωρίσουµε αν το ντέµα είναι σε παράµαλλο ή στη µάνα του παραγαδιού κτλ.
Για να καταλάβουµε πως µπορεί να έχει πιαστεί το παραγάδι, αρκεί να ανασύρουµε από τη µνήµη µας τη φορά που καλάραµε και τη διαµόρφωση του τόπου. ∆ηλαδή, όταν καλάρουµε ένα ανέβασµα, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να λύσουµε ένα ντέµα, αν τραβήξουµε πορεία προς το κεφάλι της ξέρας; Η χρήση σωστού παραγαδιού είναι απαραίτητη, για να έχουµε και τα σωστά αποτελέσµατα. Ξέρουµε αν χρειαστεί να τραβήξουµε µε το σκάφος, ή θα το σκαλώσουµε ακόµα πιο πολύ; Μήπως είναι προτιµότερο να βάλουµε περισσότερα φελά. Αφού θα µας δώσουν πιο εύκολο λεβάρισµα; Εξάλλου, αν τα έχουµε ζυγίσει σωστά, θα δούµε πως τα ψάρια σηκώνονται άνετα για να αρπάξουν ένα καλό δόλωµα.
Επειδή σε αυτούς τους τόπους κυκλοφορούν και πολλά κυνηγόψαρα, καλό είναι να έχουµε το νου µας καθώς καλάρουµε. Γιατί υπάρχει περίπτωση να µας πάρει το παραγάδι από τα χέρια. Τα παραγάδια που θα βάζουµε σε τέτοιους τόπους, καλό είναι να χρησιµοποιούνται το πολύ τρεις φορές και µετά να αντικαθιστούνται. Καλύτερα λιγότερα αγκίστρια και ένα καλό παραγάδι, παρά περισσότερα και να µην κάνουµε δουλειά. Τέλος, απλά θα ήθελα να πω, πως το παραγάδι δεν είναι ένα εργαλείο που µπορεί να ψαρέψει παντού, χωρίς την κατάλληλη γνώση. Αν λοιπόν πιστεύετε πως υπάρχει περίπτωση να µην το σηκώσετε. Καλό είναι να αλλάξετε τόπο. Αν θέλετε να δοκιµάσετε τον τόπο, µπορείτε να το κάνετε µε µικρά παραγάδια. Σε περιορισµένα κοµµάτια του, τα οποία δεν εγκυµονούν κινδύνους για το εργαλείο σας.