Πάνε αρκετά χρόνια, όταν πιτσιρικάδες παρατηρούσαµε το καλοκαίρι τα µεγάλα λαυράκια συγκεντρωµένα µέσα στο λιµάνι, στο τελείωµα της ρηχαδιάς. Με ότι και αν προσπαθούσαµε να τα πιάσουµε δεν είχαµε αποτέλεσµα, εκτός και αν επικρατούσε αεράκι και θολούρα. Με ήπιες καιρικές συνθήκες, το µόνο που καταφέρναµε ήταν να τα παρατηρούµε ακίνητα πάνω στο κατέβασµα του βυθού, περιµένοντας κάποιο µικρόψαρο να κάνει το λάθος και να ξεµυτίσει µέσα από τις κοντινές φυκιάδες.
Το µπούλντο για το ψάρεµα των κέφαλων στην επιφάνεια, µου έδωσε µια εύκολη λύση. Έτσι, µε το που αραίωσε ο κόσµος από την απογευµατινή βόλτα στο µεγάλο λιµενοβραχίονα, σταµάτησα µπροστά στις ρηχαδιές, εκεί που παρατηρούσαµε τα λαβράκια τη µέρα. Συναρµολόγησα το µικρό δίσπαστο καλαµάκι, τοποθέτησα το µηχανισµό φορτωµένο µε πετονιά µέχρι το χείλος για να µπορώ να πετύχω µακρινές βολές, έδεσα ένα µπούλντο γεµισµένο µε νερό λίγο παραπάνω από τη µέση, του έβαλα ένα παράµαλλο από εικοσιπεντάρα γύρω στη µια οργιά και στο τελείωµα του έδεσα το χελάκι. Μάλιστα, για να είναι πιο ασφαλής ο κόµπος, διπλάρωσα την πετονιά.
Ρίχνω την αρµατωσιά µου όσο γίνεται πιο µακριά για να περάσει τη ρηχαδιά, και σέρνω λίγο το µπούλντο για να έρθει το χελάκι πίσω του. ∆ιακρίνω ένα πλατσούρισµα ενώ το µπούλντο δε φαίνεται πουθενά, παρόλο το φεγγάρι και τα έντονα φώτα του λιµανιού. Νοιώθω ένα τράβηγµα στην πετονιά του µηχανισµού και καθώς προσπαθώ να πάρω µια µανιβελιά ακόµη, διαπιστώνω ότι το ψάρι είναι ήδη πιασµένο. Μια ολιγόλεπτη µάχη ξεκινά αµέσως, και σε λίγο ένα µεγάλο λαβράκι καταλήγει στο δίχτυ της απόχης που πάντα κουβαλούσα µαζί. Το ξεψαρίζω προσεκτικά, το τοποθετώ στα γρήγορα -όσο χωρά- µέσα στο σακίδιο πλάτης και ρίχνω µια δεύτερη βολή, καµιά εικοσαριά µέτρα µακρύτερα από το σηµείο της πρώτης ρίψης. Αρχίζω να µαζεύω πετονιά, όταν ένα σταµάτηµα µε επαναφέρει σε θέση µάχης. Σε λίγο, ένα δεύτερο λαβράκι λίγο µικρότερο από το πρώτο έρχεται να προστεθεί στο σάκο µου, και αποφασίζω να πάρω το δρόµο της επιστροφής. Ένα καινούριο δόλωµα κι ένας νέος τρόπος ψαρέµατος είχε έρθει να πλουτίσει τις εµπειρίες µου, κι επειδή τα ψάρια δεν τον γνώριζαν και πιάστηκαν εύκολα, έκρινα ότι έπρεπε να µείνει «µυστικό».
Τον επόµενο χρόνο, εξορµούσαµε δειλά-δειλά τριγύρω στην περιοχή µε ένα µικρό ξύλινο σκαφάκι, ψαρεύοντας ζαργάνες, µελανουράκια και κυνηγούς, µε µικρά κουταλάκια και φτεράκια. Κάποια στιγµή σκέφτηκα να δοκιµάσω το θαυµατουργό για τα λαβράκια σιλικονούχο δόλωµα και από το σκάφος. Αφαιρώ το κουταλάκι µε το οποίο ψάρευα συνήθως και στη θέση του τοποθετώ το χελάκι. Το ρίχνω στο νερό και το τραβώ αρκετά πιο αργά από το κουταλάκι, σε ταχύτητα παρόµοια αυτής που χρησιµοποιούσα για τα λαβράκια στο λιµάνι. ∆εν έχω προλάβει να διανύσω πενήντα µέτρα, όταν το πρώτο µελανούρι κάνει την εµφάνισή του και γρήγορα ανεβαίνει στο σκάφος. Ξανά το δόλωµα στο νερό, επιστροφή στο ίδιο σηµείο και δεύτερο µελανούρι έρχεται να συµπληρώσει την ψαριά. Το µικρό σιλικονούχο φαίνεται ότι αρέσει στα µελανούρια, αλλά και σε όλα σχεδόν τα κυνηγάρικα ψάρια, όπως πολύ σύντοµα θα διαπιστώσω σε επόµενα ψαρέµατα. Το raglou -έτσι έλεγαν το χελάκι- αποδείχτηκε ένα δυνατό εργαλείο κι έµεινε ένα µεγάλο µου µυστικό για αρκετό διάστηµα.
Τα πλεονεκτήµατά
• Η σχεδόν τέλεια πλεύση του στο νερό, από πολύ µικρές µέχρι αρκετά µεγάλες ταχύτητες, αποτελεί το µεγάλο πλεονέκτηµά του. Τα υπόλοιπα σκληρά τεχνητά, παρόλο που δείχνουν σχεδόν ολόιδια µε τα πραγµατικά δολώµατα τα οποία µιµούνται, δε διαθέτουν τόσο αληθοφανή πλεύση.
• Το ψάρι δεν υποπτεύεται εύκολα τα raglou και ορµά πολύ πιο άφοβα, µε αποτέλεσµα να έχουµε περισσότερες τσιµπιές και εποµένως συλλήψεις σε σχέση µε άλλα τεχνητά.
• Η ουρίτσα στο τελείωµα του σώµατός του προσελκύει ιδιαίτερα τα ψάρια µε τις ταλαντώσεις της.
• Το αγκίστρι -και όχι η σαλαγκιά πολλών άλλων τεχνητών- µας δίνει σίγουρα πιασίµατα και δύσκολα ξεψαρίσµατα, µέχρι το σκάφος ή την ακτή.
• Το µικρό του βάρος µας οδηγεί σε ελαφρύτερο εξοπλισµό, άρα και πολύ πιο ξεκούραστο και διασκεδαστικό ψάρεµα.
• Ο τρόπος αρµατώµατος και ψαρέµατος είναι αρκετά εύκολος, δε χρειάζεται εξειδικευµένες γνώσεις ή εξοπλισµό, κι έτσι µπορεί να ασχοληθεί εύκολα µε αυτό ακόµη κι ένας νέος ψαράς.
• Η αργή ταχύτητα πλεύσης του µας διευκολύνει πολύ στο ψάρεµα από την ακτή, αφού δεν είµαστε αναγκασµένοι να επιχειρούµε τόσες πολλές βολές και τόσο γρήγορα µαζέµατα, ενώ στο ψάρεµα µε σκάφος έχουµε λιγότερη αντίσταση κατά την πορεία του σκάφους.
Ψάρεµα µε σκάφος: Ελαφριά συρτή με σιλικονούχα χελάκια
Εδώ θα χρειαστούµε ένα καλάµι αρκετά ελαφρύ, µε µικρό c.w., συνήθως τύπου spinning, µήκους 2 έως 2,4 µέτρων, εφοδιασµένο µε ένα µηχανισµό γεµισµένο µε πετονιά διαµέτρου 0,25 χιλιοστών. Η διάµετρος της πετονιάς αυξοµειώνεται ανάλογα µε το µέγεθος των ψαριών. Στην άκρη της πετονιάς δένουµε το τεχνητό µας και είµαστε έτοιµοι για ψάρεµα.
Με µια ταχύτητα γύρω στα 2,7-3,2 knots, αµολάµε το τεχνητό µας γύρω στα 40 µέτρα πίσω από το σκάφος, και το σέρνουµε σε περιοχές όπου πιστεύουµε ότι υπάρχουν τα ψάρια-στόχος. Τα φρένα του µηχανισµού είναι αρκετά χαλαρά, ώστε αν χτυπήσει και πιαστεί το ψάρι να παίρνει µπόσικα και να µας προειδοποιήσει ο ήχος, αλλά και για να µην υπάρχει κίνδυνος κοψίµατος.
Στη συνέχεια, µε το καλάµι στα χέρια και ίσως µε λίγο ελαττωµένη ταχύτητα, αρχίζουµε να τυλίγουµε πετονιά φέρνοντας το ψάρι προς το σκάφος. Προσπαθούµε να µην κάνουµε «κράτει», έχοντας έστω και ελάχιστη ταχύτητα. Όταν το ψάρι έρθει κοντά και είναι αξιόλογο, θα µπει στη µάχη η απόχη, ενώ αν είναι ιδιαίτερα µεγάλο, θα αντικατασταθεί από το γάντζο.
Τι να προσέξουµε στη συρτή με σιλικονούχα
• ∆ε σφίγγουµε ποτέ τα φρένα του µηχανισµού, για να µπορεί το ψάρι να τραβήξει πετονιά σε ένα κεφάλι και να µην µας τα κόψει.
• Βαστάµε το καλάµι αρκετά ψηλά, ώστε να σχηµατίζει γωνία µεγαλύτερη από 45 µοίρες µε τη θάλασσα, και να διορθώνει άτσαλες κινήσεις και λάθη του ψαρά.
• Σε ψάρεµα µελανουριού κινούµαστε µε µικρή ταχύτητα και χρησιµοποιούµε µικρότερου µήκους τεχνητά, ενώ σε ψάρεµα κυνηγών και παλαµίδων απαιτείται µεγαλύτερη ταχύτητα και µεγαλύτερου µήκους τεχνητά.
• Τον χειµώνα µε τα κρύα νερά προσθέτουµε ένα µικρό µολυβάκι στην αρµατωσιά µας, ή χρησιµοποιούµε κάποιο άλλου τύπου τεχνητό µε βάρος (ενσωµατωµένο ή µη).
•Η λεπτή πετονιά εκτός από το ότι διακρίνεται ελάχιστα, δίνει και καλύτερη πλεύση στο δόλωµά µας.
Ψάρεµα από την ακτή με σιλικονούχα χελάκια
Στην ακτή θα χρησιµοποιήσουµε raglou που φέρουν βάρος, για να µπορούµε να τα πετάξουµε σε µια ικανοποιητική απόσταση µε ένα καλάµι (ανάλογου c.w. µε το βάρος του τεχνητού µας), ή θα χρησιµοποιήσουµε µποµπάρδα. Στην πρώτη περίπτωση δένουµε το τεχνητό µας κατευθείαν στην πετονιά του µηχανισµού, ενώ στη δεύτερη ακολουθούµε την εξής διαδικασία: περνάµε την πετονιά του µηχανισµού στο εσωτερικό της µποµπάρδας από το σωληνάκι προς το σώµα, και αφού ξεπεράσει δένουµε ένα µικρό στριφτάρι.
Τι να προσέξουµε στο ψάρεμα από ακτή με σιλικονούχα χελάκια
• Όταν χρησιµοποιούµε µποµπάρδα, θα πρέπει να κλείσουµε το pick up του µηχανισµού µας λίγο πριν η αρµατωσιά καταλήξει στο νερό, ώστε να τεντώσει η πετονιά και το τεχνητό να πάει πίσω από την µποµπάρδα.
• Το καλάµι πρέπει να έχει c.w. ανάλογο µε το ολικό βάρος της αρµατωσιάς, το οποίο είναι διαφορετικό όταν ψαρεύουµε µε σκέτο δόλωµα και διαφορετικό όταν ψαρεύουµε µε µποµπάρδα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να προσέξουµε ιδιαίτερα, τόσο για την ασφάλεια του καλαµιού, όσο και για την επίτευξη ικανοποιητικών βολών.
• Εναλλακτική λύση της µποµπάρδας αποτελεί το διάφανο buldo, το οποίο όµως δεν έχει την υδροδυναµικότητα της µποµπάρδας.
• Υποψήφιοι τόποι για το ψάρεµά µας αποτελούν τα λιµάνια (εσωτερικά και εξωτερικά τους), οι κάβοι, τα διάφορα ξενέρια, οι εκβολές ποταµών και γενικώς κάθε σηµείο που πιστεύουµε ότι κρατά ψάρια.
• Η φορά του ανέµου πρέπει να προσεχθεί αρκετά. Με τον αέρα πρίµα οι βολές µας γίνονται µακρύτερες, ενώ µε κόντρα κοντινές. Με πρίµα χρησιµοποιούµε συνήθως σκέτο δόλωµα, µε κόντρα άνεµο η µποµπάρδα είναι απαραίτητη, ενώ ο πλάγιος άνεµος είναι δύσκολος και προσπαθούµε να τον αποφεύγουµε.
• Επειδή όλα τα ψάρια µπορούν να πιαστούν στο τεχνητό µας, ρυθµίζουµε το µέγεθος και το χρωµατισµό του ανάλογα µε το είδος και το µέγεθος των ψαριών που πιστεύουµε ότι κρατά η περιοχή. Στα µελανούρια προτιµάµε τα µικρά τεχνητά χρωµατισµού συνήθως ροζέ, στους κυνηγούς λίγο µεγαλύτερα χρώµατος διάφανου µε πέρλες. Στις παλαµίδες επιλέγουµε τα µπλε σε µεγάλο µέγεθος, και µάλιστα τα κινούµε µε µεγαλύτερη ταχύτητα.
• Στα ψάρια του βυθού (τα τεχνητά µπορούν να ξεγελάσουν από σαργό µέχρι και ροφό) χρησιµοποιούµε δόλωµα µε µολυβοκεφαλή, και το ψαρεύουµε µε µικρή ταχύτητα. Η επιλογή του µεγέθους γίνεται και εδώ µε γνώµονα το µέγεθος των ψαριών, δηλαδή από 55-65 χιλιοστά για σαργούς, πέρκες, τσιπούρες, σκαθάρια µέχρι και 120 για ροφούς, στήρες και σφυρίδες.
• Το ξηµέρωµα και το σούρουπο είναι οι καλύτερες ώρες για το ψάρεµά µας, και δεν πρέπει σε καµιά περίπτωση να τις χάνουµε. Ρυθµίζουµε το ψάρεµα µε τέτοιο τρόπο, ώστε µέσα στο εύρος του να περιλαµβάνεται το ξηµέρωµα ή το σούρουπο. Την ώρα που ο ορίζοντας έχει έντονες πορτοκαλοκόκκινες αποχρώσεις, όλα τα ψάρια αφήνουν στην άκρη κάθε ενδοιασµό και ορµούν να αρπάξουν το τεχνητό µας. Το τεταρτάκι αυτό, είναι ικανό να µας δώσει ψάρια περισσότερα ακόµη κι από ένα ολόκληρο ηµερήσιο ψάρεµα.
• Το ψάρεµά µας µπορεί να πραγµατοποιηθεί και κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά τότε επιλέγουµε σηµεία βατά όπως τα λιµάνια, στα οποία η παρουσία ψαριών είναι µόνιµη και παρέχουν ασφάλεια στον ψαρά, σε αντίθεση µε τα απόκρηµνα βράχια που κρύβουν κινδύνους.
• Λαβράκια και λούτσοι είναι τα συνήθη νυκτερινά µας θηράµατα, και τις περισσότερες φορές τα βρίσκουµε να κυνηγούν µέσα στις αντανακλάσεις των φώτων της παραλίας. Μάλιστα όταν έχει σκοτάδι επιζητούµε τα φωτισµένα σηµεία, ενώ όταν έχει φεγγάρι το ψάρεµά µας κινείται σε µεγαλύτερη ζώνη, µε περισσότερο ψαχτήρι σε όλες τις απάγκιες και ήσυχες γωνιές του λιµανιού.
• Η απόχη είναι απαραίτητο εργαλείο και συντροφεύει όλες µας τις εξορµήσεις, αφού θα µας βοηθήσει να φέρουµε στην επιφάνεια µε ασφάλεια ένα ιδιαίτερα αξιόλογο ψάρι.
Αρµάτωµα ενός κλασικού Raglou
Είδη RAGLOU – σιλικονούχα χελάκια
Τα “αυθεντικά” Ragot Raglou, η ιστορία
Το 1931, ο Αντρέ Ραγκό, ένας παθιασµένος γνωστός ψαράς της εποχής, αποφασίζει να κάνει το χόµπι του επάγγελµα, ιδρύοντας στην Βορειοδυτική Γαλλία και συγκεκριµένα στην περιοχή Λουντεάκ την εταιρία Ragot, µε κύρια δραστηριότητα την κατασκευή και πώληση τεχνητών για το ψάρεµα της πέστροφας και του σολοµού (οι γνωστές «µύγες»-flies, πιστά οµοιώµατα εντόµων των γλυκών νερών).
Η Ragot το ’69 αποτελεί πια το µεγαλύτερο κατασκευαστή και διανοµέα υλικών για κατασκευή µύγας (fly tying). Έχοντας ένα έτοιµο δίκτυο συνεργατών, το ‘72 θα αναλάβει την αποκλειστική διανοµή των τεχνητών Rapala, ύστερα από συµφωνία µε τη διάσηµη Φινλανδική εταιρία. Παράλληλα ο γιός του Αντρέ, Ούµπερτ Γκαλουά, θα «ψαχτεί» και σε άλλα τεχνητά, µε σκοπό να εµπλουτίσει τη γκάµα της Ragot.
Κάπως έτσι, το 1971 θα παρουσιάσει για πρώτη φορά τα Raglou, ένα µαλακό δόλωµα-µίµηση χελιού της άµµου, το οποίο θα αποτελέσει τη «σηµαία» της εταιρίας. Τα «χελάκια» raglou, θα γίνουν γρήγορα γνωστά µετά τις πρώτες επιτυχίες, ιδίως σε λαβράκια τα οποία ψαρεύονται µε µανία στα παράλια της Νότιας Γαλλίας.
Η φήµη τους θα περάσει γρήγορα τα σύνορα, και θα αποτελέσουν απαραίτητο αξεσουάρ για κάθε φίλο της συρτής αφρού και του spinning από την ακτή, µε διάφορες τεχνικές που περιγράφουµε σε αυτό το άρθρο.
Το ΄91 η Ragot έγινε θυγατρική της Rapala, σε µια δυναµική συνένωση-επιστέγασµα της πολύχρονης και πολύ δηµιουργικής συνεργασίας τους.
Από τότε µέχρι σήµερα, τα χελάκια Raglou διατίθενται σε µία µεγάλη ποικιλία από χρώµατα και µεγέθη και η µεγάλη επιτυχία τους έγινε αφορµή να κυκλοφορήσουν πολλά παρόµοια τεχνητά από άλλους κατασκευαστές.
Το υλικό κατασκευής των Raglou είναι ιδιαίτερα ελαστικό, για πιο ρεαλιστική κίνηση και µεγαλύτερη αντοχή στα δαγκώµατα των ψαριών. Για να γίνει η έγχυση αυτού του υλικού, χρησιµοποιούνται καλούπια από ατσάλι (και όχι από λάστιχο), γεγονός που ανεβάζει το κόστος παραγωγής.