Οι σκιαινίδες είναι µια οικογένεια ψαριών που αποπνέει µυστήριο. Παρουσίες διακριτικές, θαρρείς ευγενείς και σίγουρα ιδιαίτερες. Λάτρεις της σκιάς, όπως µαρτυρά το όνοµά τους άλλωστε, µα και της ησυχίας, επιλέγουν να ζουν σε τόπους όπου τους παρέχουν αυτές τις προϋποθέσεις.
Ο σηκιός (sciena umbra) ή παντελής, είναι ο συνηθέστερος εκπρόσωπός τους στις ψαροβελόνες µας. Μια χρυσοπράσινη χρωµατική παλέτα, µε άσπρες πινελιές στα χείλη και τα αγκάθια των κοιλιακών πτερυγίων. Ζουν συνήθως σε κοπάδια µέσα σε χαρακιές βράχων, µονόπετρα και κατρακύλια που γειτνιάζουν µε ποσειδωνία. Πολύ συχνά συγκατοικούν στο ίδιο σύµπλεγµα µε ροφούς και σαργούς. ∆εν είναι σπάνιο επίσης το φαινόµενο να βρίσκουν καταφύγιο µέσα στις φυκιάδες.
Η αρµονική αιώρηση και η ήρεµη κίνηση του σηκιού, δεν πρέπει να προκαλούν επανάπαυση στον υποψήφιο κυνηγό του. Η βολή οφείλει να είναι καίρια και επιδιώκεται να γίνει σε πρώτο χρόνο. Ακόµα και έτσι όµως, η απίστευτα γρήγορη αντίδραση αυτού του ψαριού µπορεί να έχει ως αποτέλεσµα η βέργα να πέσει τελικά άδεια στο βυθό.
Είναι σαφώς προτιµότερο να τους χτυπάµε εκτός θαλαµιού. Η σύλληψή τους µε συρτό καρτέρι, είναι η µέθοδος που πρέπει να ευχαριστεί τον κυνηγό περισσότερο από κάθε άλλη, πιστοποιεί δε και την ικανότητά του στην εν λόγω τεχνική. Αν πάλι δεν προλάβουµε, µε ένα καρτέρι στην είσοδο του θαλαµιού περιµένουµε µέχρι να προδοθούν από τα άσπρα χείλη τους στο ηµίφως. Έτσι το υπόλοιπο κοπάδι δε θα νιώσει άµεση απειλή στο χώρο όπου διαβιεί, παραµένοντας στο ίδιο σηµείο. Ο τοπικός χαρακτήρας που επιδεικνύουν άλλωστε, είναι ένας επιπρόσθετος παράγοντας που εφιστά την προσοχή µας. Η διαχείριση και όχι το ευκαιριακό ξεκλήρισµα µιας φωλιάς, είναι χρέος του σύγχρονου υποβρύχιου κυνηγού και αποτελεί µία πρακτική που θα µας ανταµείψει σε βάθος χρόνου.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σηκιού αποτελούν οι ωτόλιθοι. Πρόκειται για δύο µικρά οστά σαν µικρές πλάκες, τα οποία λέγεται πως παράγουν έναν υπόκωφο ήχο σαν τριγµό. Πιθανότατα η χρησιµότητά αυτού έγκειται στο να αναγνωρίζεται ως σήµα κινδύνου από τα λοιπά µέλη του κοπαδιού. Θεωρητικά µπορεί να φτάσει σε βάρος τα πέντε κιλά. Όµως στις µέρες µας ψάρια περί των δύο κιλών θεωρούνται µεγάλα για αυτό το ιδιαίτερα εύγευστο είδος!
Χαράκι
Υπήρχε ένα χαράκι που ανακάλυψα όταν πρωτοβούτηξα στον τόπο. Ακριβώς στη ρίζα του βράχου που δέσποζε στο χώρο. Ένας ροφός και ένα σύννεφο σηκιών µε προϋπάντησαν τότε και ένας εξ αυτών έπεσε θύµα της ταϊτινής µου βέργας. Τα ψάρια δε θορυβήθηκαν ιδιαίτερα από το γεγονός. Κρύφτηκαν πρόχειρα, µα καθώς αναδυόµουν τα διέκρινα να ξεπροβάλλουν ξανά. ∆εν επέµεινα… Το αντίθετο µάλιστα, αφού επέστρεψα στον τόπο αρκετούς µήνες αργότερα.
Το σκηνικό ήταν για άλλη µία φορά ανάλογο, και µε µια προσεγµένη βολή δύο µεγάλα ψάρια µε ακολούθησαν στην επιφάνεια αυτή τη φορά. Έκτοτε επισκέπτοµαι τον τόπο µε σχεδόν ετήσια συχνότητα και τα ψάρια είναι πάντα εκεί. Ο ροφός αιωρείται µαζί µε τους σηκιούς. Με ένα αργό συρτό προς το µέρος τους, περιµένω να βραχώσει το µαυρόψαρο και στη συνέχεια µε µια βολή «απ’ έξω» συλλαµβάνω έναν ή δύο σηκιούς τη φορά.