Συρτή με Μολύβι Φύλακα: Ψάρεμα για φαγκριά και τσαούσια
Μπορεί η συναγρίδα να είναι ψάρι ποθητό για όλους τους ψαράδες και ορόσηµο για τη συρτή µε µολύβι φύλακα, µπορεί ακόµα να τη συναντούµε µε µεγαλύτερη συχνότητα στις θάλασσές µας, το φαγκρί ή το τσαούσι όµως αποτελεί τον κρυφό πόθο του ερασιτέχνη, ψάρια-τρόπαια που επιβεβαιώνουν τόσο την τεχνική όσο και τον ίδιο τον τεχνίτη!
Τα τσαούσια και τα φαγκριά, ανάλογα µε την εποχή, τα συναντούµε άλλοτε συγκεντρωµένα σε συγκεκριµένους τόπους και σπανιότερα να περιφέρονται µεµονωµένα και αποµακρυσµένα από τα υπόλοιπα µέλη του κοπαδιού. Τον περισσότερο καιρό τα ψάρια κινούνται βαθιά, σε ξέρες, µονόπετρα και ναυάγια, ενώ κατά τους πρώτους καλοκαιρινούς µήνες πλησιάζουν στις ακτές για να αφήσουν τα αυγά τους.
Τα µεγαλύτερα άτοµα πολλές φορές κινούνται περιµετρικά, στα νέτα, πάντα σε µικρή ακτίνα από τo υπόλοιπο κοπάδι. Συχνά ανασηκώνονται κατακόρυφα στην υδάτινη στήλη, φτάνοντας αρκετά µέτρα πάνω από το βυθό. Απ’ ότι έχω πληροφορηθεί, τα τσαούσια οι γείτονές µας Ιταλοί τα αποκαλούν συναγρίδες των κοραλλιών, χαρακτηρισµός που υποδηλώνει την µορφολογία και την ποιότητα του βυθού ο οποίος φιλοξενεί τα συγκεκριµένα ψάρια, ενώ τα κοµµάτια από κόκκινα κοράλλια στα αγκίστριά µας, επαληθεύουν απόλυτα τον χαρακτηρισµό.
Τα φαγκριά συνήθως αναµιγνύονται µε συναγρίδες µεσαίου µεγέθους και τσαούσια. ∆εν αποκλείεται µάλιστα να τα συναντήσουµε στους ίδιους τόπους µε µεγάλες σφυρίδες και τσιπούρες.
Τα αρσενικά τσαούσια έχουν πιο σκούρα χρώµατα και διαθέτουν ένα χαρακτηριστικό εξόγκωµα στο κεφάλι τους, τη γνωστή κορώνα, ενώ τα θηλυκά είναι πιο πλατιά και κοντά, µε έντονα κόκκινα χρώµατα. Πληροφοριακά, µπορούν να φτάσουν και να ξεπεράσουν τα 18 κιλά, αν και προσωπικά το µεγαλύτερο φαγκρί που έχω πιάσει πλησίαζε τα 13 κιλά. Πάντως µία φορά στο παρελθόν έτυχε να δω ένα 15άκιλο αρσενικό, πιασµένο σε χοντρό παραγάδι. Τα αρσενικά είναι σαφώς λιγότερα σε αριθµό, συµπεριφέρονται διαφορετικά και σπανίως ακολουθούν τα θηλυκά στα ρηχά. Τις περισσότερες φορές τα θηλυκά επιτίθενται στα δολώµατά µας βίαια και αποφασιστικά, ενώ τα αρσενικά, καθώς είναι ιδιαίτερα καχύποπτα, πρώτα χτυπάνε το δόλωµα και στη συνέχεια το βάζουν στο στόµα διστακτικά, έτοιµα να το αφήσουν αν καταλάβουν κάτι ανησυχητικό.
Τα πρώτα κεφάλια µετά τη σύλληψη του ψαριού είναι ιδιαίτερα ισχυρά και βίαια και συνεχίζονται µέχρι τα µεσόνερα, σε καµία όµως περίπτωση δε συγκρίνονται µε αυτά της συναγρίδας. Πολλές φορές το ψάρι έρχεται καρφωµένο µε τα αγκίστρια εξωτερικά και το δόλωµα να κρέµεται έξω από το στόµα. Επιπλέον, όσο και αν ακούγεται περίεργο, το τσαούσι µπορεί να κρατά το δόλωµα πεισµατικά στο στόµα και να το αφήνει αρκετά µέτρα πάνω από το βυθό, καθώς πλησιάζει στα µεσόνερα.
Το φαγκρί δεν είναι ψάρι «δρόµου» και γι’ αυτό πιάνεται δύσκολα στη συρτή βυθού µε τεχνητά. Θα επιτεθεί σίγουρα όµως σε ένα καλαµάρι και ζωντανό ή νωπό θράψαλο, αρκεί να έχει το χρονικό περιθώριο να εντοπίσει και να επεξεργαστεί το δόλωµα. Προκειµένου να παραµείνουµε περισσότερο χρόνο πάνω από τον ίδιο τόπο, µικραίνουµε το παράµαλλο ακόµα και στις 5 οργιές και µηδενίζουµε σχεδόν την ταχύτητά µας, ή κινούµαστε αρόδο (καθετή) µε 4 οργιές παράµαλλο για το µολύβι και µια οργιά για το δόλωµα.
Πολλές φορές µε το πρώτο κιόλας φως και άλλες φορές µε τη δύση ή την κορύφωση του ήλιου κατά τις µεσηµεριανές ώρες, τα ψάρια µπορεί να ξεκινήσουν να τρώνε απότοµα, όπως απότοµα µπορεί και να σταµατήσουν σε πολύ λίγο χρόνο. Εάν δεν είναι… ώρα φαγητού, τα φαγκριά µπορεί να παραµένουν πεισµατικά στο ίδιο σηµείο κάτω από τη βάρκα, αρνούµενα να επιτεθούν ακόµα και στο πιο δελεαστικό δόλωµα. Θα πρέπει λοιπόν, όταν εντοπίσουµε τα φαγκριά και δεν τρώνε, να τα αφήσουµε ήσυχα µετά από δύο-τρία περάσµατα, αλλάζοντας τόπο και ξαναδοκιµάζοντας αργότερα στο ίδιο σηµείο.
Ειδάλλως, η επιµονή µας µάλλον θα ενοχλήσει και µπορεί ακόµα και να αποµακρύνει τα ψάρια. Τα φαγκριά τροµάζουν εύκολα µε τους θορύβους και γίνονται ιδιαίτερα καχύποπτα, ειδικά όταν ένα ψάρι καταφέρει να ξεφύγει και να επιστρέψει τροµαγµένο στο βυθό. Τότε είναι σίγουρο ότι θα περάσουν ώρες µέχρι να αποφασίσουν να ανοίξουν ξανά το στόµα τους για να τραφούν.
Είναι λοιπόν συχνό φαινόµενο να συγκεντρώνονται δύο-τρεις, ή περισσότερες βάρκες πάνω από τον ίδιο τόπο και να πιάνουν ψάρια συνεχώς, ενώ µε την πρώτη αστοχία τα πάντα σταµατούν ξαφνικά. Η µορφολογία του βυθού συχνά ευνοεί την ύπαρξη µικρότερων αρπακτικών όπως τα σκαθάρια, τα οποία είναι ικανά να αποδεκατίσουν ότι δόλωµα βρεθεί µπροστά τους. Έτσι, θα πρέπει να προετοιµαστούµε κατάλληλα, µε πολλά δολώµατα και άφθονη υποµονή προκειµένου να αντιµετωπίσουµε τους µικρούς επιδροµείς. Ακόµα όµως και στην περίπτωση έντονης παρουσίας µικρόψαρων, είναι πιθανό ανάµεσα στα τσιµπήµατά τους και σε ότι έχει αποµείνει από το δόλωµα στα αγκίστριά µας, να δεχτούµε την επίθεση ενός µεγάλου φαγκριού.
Στον τόπο µου (Παγασητικός κόλπος), από τα τέλη Μαΐου, όταν κάνουν κοπαδιαστά την εµφάνισή τους τα θράψαλα, αρκεί µία ώρα πριν το ξηµέρωµα για να συγκεντρώσει κανείς ένα µεγάλο αριθµό δολωµάτων, ικανό να διασφαλίσει ένα ολοήµερο ψάρεµα από το πρώτο κιόλας φως έως το σούρουπο. Αναφορικά µε τον εξοπλισµό µας, το καλάµι θα πρέπει να είναι παραβολικό, κατηγορίας 12-20 λιµπρών, µε µήκος πάνω από 2 µέτρα και ικανό να µεταφέρει σε πρώτο χρόνο τα χτυπήµατα και να µην «αφήνει κενά» στο λεβάρισµα, τα οποία θα χαλαρώσουν την επαφή µας µε το ψάρι και θα του επιτρέψουν να ξεκαρφωθεί. Τα αγκίστρια θα πρέπει να διαθέτουν ιδιαίτερα δυνατό στέλεχος, να είναι ελαφρώς στραβά, µε τέλεια αιχµή και µεγέθη 6/0–8/0 για να καρφώνουν εύκολα και να συγκρατούν ασφαλώς το ψάρι. Το παράµαλλο, ειδικά σε βάθη που δεν ξεπερνούν τα 60 µέτρα, θα είναι πάντα fluorocarbon, µε διάµετρο 0,60-0,70 mm. Καλά να περνάτε.