Πιστεύω πως δε χρειάζεται και πολλά λόγια για να περιγράψουµε το πόσο δηµοφιλής είναι η τεχνική του ψαρέµατος µε καθετή, είτε µε τη βοήθεια καλαµιού, είτε απλά κρατώντας τη νάιλον στο δάκτυλο. Η δεύτερη εκδοχή µάλιστα, προτιµάται από πολλούς λόγω της άµεσης αίσθησης της τσιµπιάς, της επαφής µε το ψάρι κατά το ανέβασµα, αλλά και της ευκολίας να πιάσεις ψάρι όσο αρχάριος και αν είσαι.
Η ονοµασία «καθετή», οφείλεται στον κάθετο τρόπο ψαρέµατος. Στην απλούστερη µορφή της η κατασκευή της περιλαµβάνει τη µάνα (νάιλον πετονιά τυλιγµένη σε φελλό, καρούλι ή µποµπίνα από µηχανάκι), και -στο τέλος της- την αρµατωσιά.
Η αρµατωσιά αποτελείται από ένα στριφτάρι, δύο ή περισσότερα παράµαλλα µε αγκίστρια σε απόσταση µεταξύ τους για να µην µπλέκουν στην κάθοδο προς το βυθό, και τέλος το βαρίδι το οποίο κατεβάζει την αρµατωσιά µας στο βυθό. Το ψάρεµα αυτό απευθύνεται κύριως σε µικρά θηράµατα. Θηράματα όπως γόπες, τσέρουλες, λυθρίνια, σαργούς, χάνους, σπάρους, µουσµούλια και άλλα, ενώ δε λείπουν και οι εκπλήξεις. Αυτή η παραδοσιακή τεχνική είναι πολύ παλιά. Το βυθόµετρο δεν είχε ακόµα κάνει την εµφάνισή του αλλά τα ψάρια ήταν πολύ περισσότερα από σήµερα.
Τότε, αρκούσε να ρίξεις την καθετή σου όπου σταµατούσες τη βάρκα σου και µπορούσες να βγάλεις αξιόλογα θηράµατα. Στις µέρες µας τα πράγµατα είναι εντελώς διαφορετικά. Έτσι, ακόµα και οι παραδοσιακοί «καθετάκηδες», οι οποίοι δεν ήταν µαθηµένοι και εξαρτηµένοι από κάποιο ηλεκτρονικό βοήθηµα, παραδέχονται ότι σήµερα η υπεραλίευση έχει συρρικνώσει τους πληθυσµούς των ψαριών, και το ψάρεµα αυτό γίνεται πολύ πιο εύκολο και αποδοτικό, αν έχουµε εξοπλιστεί µε ένα βυθόµετρο. Τα πρώτα βυθόµετρα που χρησιµοποίησαν οι λάτρεις της καθετής, µπορούσαν να τους πληροφορούν για το βάθος και τις υψοµετρικές διαφορές. Έτσι, µπορούσαν πια µε ευκολία να εντοπίσουν ένα επίπεδο λασπώδη βυθό για να ψαρέψουν (λυθρίνια π.χ.) . Ή να εντοπίσουν µια µεσοπέλαγη βραχώδη ξέρα ιδανική για το ψάρεµα του σαργού.
Οι εποχές όµως αλλάζουν. Το σηµερινό βυθόµετρο που θα προµηθευτεί ο φίλος της καθετής, θα του παρέχει µια σειρά πληροφοριών τις οποίες αν αξιοποιήσει κατάλληλα, θα µπορεί όχι µόνο να βρει µε ευκολία ψαρότοπους γεµάτους ζωή, αλλά και να επιλέξει σηµείο ανάλογα µε τα επιθυµητά θηράµατα!
Κάποια βυθόµετρα διαθέτουν σύστηµα που αναγνωρίζει το είδος πυθµένα. Βέβαια ο γνώστης ενός βυθοµέτρου, µπορεί να αντιληφθεί την ποιότητα του βυθού από τον χρωµατισµό. Ένας υδροδυναµικός αισθητήρας πρύµνης σε ισχύ µέχρι 600 Watt είναι µια καλή επιλογή, αφού η καθετή ανήκει στα «ρηχά» ψαρέµατα. Η εγκατάστασή του, αλλά και οι ρυθµίσεις του βυθοµέτρου, πρέπει να γίνουν από εξειδικευµένο τεχνικό. Έτσι θα επιτύχουµε τη µέγιστη µετάδοση πληροφορίας, η οποία µπορεί να µας δώσει πλήθος πληροφοριών. Έτσι θα έχουµε άµεση οπτική επαφή µε την αρµατωσιά µας όταν ανεβαίνει ή κατεβαίνει.
Και το κυριότερο: να έχουµε άµεση πληροφόρηση για το είδος των θηραµάτων που κυκλοφορούν. Γιατί κάθε ψάρι έχει µοναδική αντήχηση βάση του όγκου, του είδους του άλλα και του σχήµατος του κοπαδιού του. ∆ηλαδή, µε άλλο σχήµα θα εµφανιστούν σε µια οθόνη βυθοµέτρου οι γόπες, µε άλλο η τσέρουλα, αλλιώς θα φαίνονται οι σαργοί, διαφορετικά τα λυθρίνια κοκ. Η αναγνώριση των θηραµάτων στο βυθόµετρο, βασίζεται γενικά σε κάποιους κανόνες και απαιτεί εµπειρία του χρήστη.
Η σωστή χρήση του οργάνου το οποίο στην Ελλάδα ονοµάζουµε βυθόµετρο, θα µας βοηθήσει να αλλάξουµε σελίδα στο ψάρεµα µας. Όµως, ο καλός χειριστής του βυθοµέτρου πρέπει να έχει υποµονή και επιµονή στην εκµάθηση της χρήσης του. Πρέπει να έχει και την οξυδέρκεια να µπορεί να αντιληφθεί τι συµβαίνει στο πυθµένα, διαβάζοντας την εικόνα στην οθόνη. Γιατί πολύ απλά, τίποτα δεν εµφανίζεται σε µια οθόνη βυθοµέτρου όπως θα το βλέπαµε µε την ανθρώπινη όραση µας!