Ψάρεμα σε γλυκά νερά – Ιστορική αναδρομή σε παραδοσιακές αλλά και παράνομες τεχνικές
Με τίτλο “Ρισκάροντας τη ζωή… για μια τηγανιά ποταμίσια ψάρια!” ο Βασίλης Μαλισιόβας μας μεταφέρει με άρθρο του σε άλλες εποχές. Εποχές που κάτοικοι ορεινών περιοχών της χώρας μας, για λίγα ψάρια, παρανομούσαν και ρίσκαραν ακόμα και τη ζωή τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ BOATFISHING: Δυστυχώς, σε αυτές τις παραδοσιακές τεχνικές ψαρέματος στο ποτάμι περιλαμβάνονται παράνομες τεχνικές που επιβαρύνουν ανεπανόρθωτα τα ευαίσθητα οικοσυστήματα των γλυκών νερών. Η φτώχια και η άγνοια ήταν τότε η μόνη δικαιολογία, σήμερα όμως δεν υπάρχει καμία!
Από τα πολλά πράγματα που στερήθηκα ως παιδί εκείνο που θυμάμαι ιδιαίτερα ήταν τα ψάρια. Η θάλασσα αλλά και η πόλη ήταν –για τα δεδομένα της εποχής– πολύ μακριά απ’ το χωριό, ενώ τα φτωχικά παντοπωλεία δεν πωλούσαν κατεψυγμένα τρόφιμα.
Ως μαθητής δημοτικού θυμάμαι έναν ταλαίπωρο σαρδελά που ερχόταν μ’ ένα παλιό μηχανάκι κι έφερνε μια-δυο ψαροκασέλες με την καταφανώς μπαγιάτικη πραμάτεια του, η οποία και πάλι όμως ήταν πολύτιμη για τους χωρικούς.
Μια λύση ανάγκης ήταν το ποτάμι. Μικρό ή και μηδαμινό το αποτέλεσμα, όμως πάρα πολύ ευχάριστο για εμάς τα παιδιά, αφού το βλέπαμε πρωτίστως ως παιγνίδι.
Οι ορεσίβιοι προπάτορές μας όμως δεν διασκέδαζαν καθόλου, πηγαίνοντας για ψάρεμα στο ποτάμι…
Το μαζάρι
Ένας παραδοσιακός τρόπος ψαρέματος ήταν το μαζάρι: σκουληκαντέρες περασμένες σε ξερή αγριάδα (που γινόταν σαν βελόνι) αποτελούσαν το δόλωμα. Τα υπόλοιπα θα μας τα εξηγήσει ο συνομιλητής μου:
«Πάαιναμαν κι μάζωναμαν σκ’ληκαντήρες. Οι σκ’ληκαντήρες δε βγαίνουν ολούθε, θέλουν βαρκό (ελώδες έδαφος) ή κι σι κάνα κήπου. Άμα ήθιλαμαν να ψαρέψουμι, τι έκαναμαν μι του μαζάρι;
Τ’ς αρμάθιαζαμαν μ’ ένα χορτάρι σκληρό κι τ’ς τύλιγαμαν. Μάζωναμαν σκ’ληκαντήρες μακριές, όχι τα κοπροσκούληκα. Παίρναμαν ξερή αγριάδα κι τό ‘φκιαναμαν σα βιλόνι, για να περάει η σκ’ληκαντήρα. Κι όλα αυτά τα τύλιγες κι τα ‘κανες σαν πιδιλόγα (κυκλικό σχήμα) κι τ’ς έσφιγγαμαν μ’ ένα σκ’νί, να γένει σαν τούμπα (τόπι).
Αυτό του μαζάρι ήταν για ψάρεμα μι κατεβασιά, όταν θόλωνι του πουτάμι, να μην είναι λαγαρό το νερό. Καρτέραγαμαν πότε θα κατεβάσει του πουτάμι, να πάμε με τα μαζάρια να ψαρέψουμε.
Έδενες ένα σπάγκου γιρό απ’ του μαζάρι που ‘χε το ξύλου κι τό ‘ρχ’νες στ’ν άκρη, όχι μέσα στο βαθύ. Όταν είνι κατιβασμένου του πουτάμι, βγαίνουν στ’ς άκρις τα ψάρια.
Του μαζάρι του ‘ταν στου νιρό κι ισύ κράταγις του ξύλου που ‘ταν δεμένου του μαζάρι μι του σπάγκου. Άμα κ’νιόνταν λίγου, τράβαγις μαλακά του μαζάρι, για να μην ξεπιάνονται τα ψάρια απ’ τ’ν κλωστή. Γιατί αυτά δάγκωναν του μαζάρι για να φάν’ τ’ σκ’ληκαντήρα. Κι κοντά τίναζες το καλάμι (δηλ. το τραβούσες απότομα)!
Κι έτσι έβγαιναν όξω στο γιαλό, ικεί κουτσαπήδαγαν κι τα πιάναμαν, να τα πάμι στου σπίτι να τα τ’γανίσουμι.
Ήταν πουλύ νόστ’μα τα ποταμίσια τα ψάρια. Θα μ’ πεις, ήμασταν κι νηστ’κοί κι μας φαίνουνταν πουλύ νόστ’μα…».
«Δηλητήριαζαμαν τα ψάρια»
Ψάρεμα με μαζάρι αλλά και… φυτικό δηλητήριο χρησιμοποιούσε ένας άλλος ηλικιωμένος χρονομάρτυρας από ορεινό χωριό της Ηπείρου:
«Τ’ ζουή μ’ τ’ν πέρασα σ’ ιτούτα τα πουτάμια, στα παιδικά μ’ χρόνια.
Να σ’ πω πώς ψαρεύαμαν…
Μαζεύαμαν σκ’ληκαντήρες κι τ’ς πέραγαμαν σι μία κλουστή κι τ’ς φκιάναμαν πιδιλόγις (κύκλους) μ’κρές κι αυτό το λέγαμαν μαζάρι. Αυτό του βάζαμαν στου καλάμι. Όταν τσίμπαγι του ψάρι, κουνιόνταν του καλάμι, γιατί δάγκουνι του ψάρι κι γράδωναν (πιάνονταν) τα δόντια του στου μαζάρι.
Όπου κόβαμαν τα νιρά (εκτρέπαμε τη ροή), δηλητήριαζαμαν τα ψάρια μι γαλατσίδα (φυτό) κι καρύδα στουμπ’σμένη (πολτοποιημένο καρύδι), πράσινη. Γαλατσίδα κι καρύδα τα στουμπάγαμαν μαζί κι τά ‘ρ’χναμαν μέσα στου βρο, αλλά τού ‘χαμαν κουμμένου του νιρό, ήταν στικούμενου του νιρό, κι εκπηρεάζονταν (!) τα ψάρια, δηλητηριάζονταν, αφού δεν έμπαινε φρέσκο νιρό.
Δεν ήταν βρούδια μιγάλα, βρουδάκια μ’σό μέτρου, σπάνια ένα μέτρου. Κι τά ‘πιαναμαν μι τα χέρια, πάαιναν να κρυπώσουν (κρυφτούν) αλλά τα βγάζαμαν.
Πέστρουφις πιάναμαν έτσι. Ήταν του καλύτιρου ψάρι.
Στα ορεινά δεν ύπαρχε άλλου ψάρι απ’ τ’ν πέστροφα, γιατί τα πουτάμια τα θ’κά μας είνι γκούρες (ορμητικά), δεν είνι σίγαλα (ήπιας ροής), γι’ αυτό πααίνει η πέστρουφα στα καθαρά τα νιρά».
Στην Κατοχή τα ψάρια ήταν… κατανόστιμα!
Πολύτιμος πληροφορητής μου όταν ήταν παιδί έμενε με την οικογένειά του σε παραποτάμια περιοχή του Αράχθου:
«Στ’ν Κατοχή ήταν μεγάλη πείνα. Ψάρια;!!! Ψάρια τότενε δεν έτρωγε κανένας αγοραστά. Πού να τα βρει… Αλλά εμείς ήμασταν σιμά στο ποτάμι κι έπιαναμαν κάνα ψάρι. Ήταν νόστ’μα. Κι απ’ τ’ν πείνα… γένονταν δυο φορές νόστ’μα. Κατανόστ’μα!
Άμα ήταν λίγο το νερό, πάαιαναμαν κι ψάρευαμαν με τα χέρια, απ’κάτ’ στ’ς πλάκες, τα σντρούμωνες (στρίμωχνες) με τα χέρια και τα ’πιανες.
Τότε π’ λιγόστευε το νερό, να είναι λίγο, να μη σέρει (τρέχει), να μην παίρουν ανάσα τα ψάρια. Τα χέλια έβγαιναν στ’ν άκρη, για να πάρουν ανάσα κι τα κάρφωναμαν μ’ ένα π’ρούνι.
Έκαναμαν κι τ’ άλλου… Έπαιρναμαν ένα χιράμι από λινάρι, μεγάλο χιράμι, κι το σβάρναγαμαν καταή στο βρο. Τ’ μία τ’ν άκρη τ’ν είχαμαν δεμένη στο δάχ’λο το μεγάλο απ’ το ποδάρι κι τ’ν απάνω τ’ν άκρη τ’ν κράταγαμαν. Κι απ’ τ’ν άλλη μεριά ο άλλος (σάρωναν το ποτάμι).
Απ’ άκρη σ’ άκρη στο βρο κι ν’ ακουμπάει το χιράμι, αλλιώς θα πέραγαν από κάτω τα ψάρια.
Άμα ήταν μ’κρός ο βρος, ήθελες δίχτυ… Αλλά πού να βρεις δίχτυ… Έπαιρναμαν ένα σακί, να ‘χει πλάτος, κι το ‘βαναμαν αυτό για δίχτυ. Ένας κράταγε από ‘δω κι ένας από ‘κεί, κι ό,τι έπιαναμαν. Έμπαιναμαν κι μία δυο κι τρεις φορές για να τα πιάσουμε.
Έπιαναμαν λίγα ψαράκια κι τα τ’γάν’ζε η μακαρίτ’σσα η μάνα μ’. Άμα έπιανες μία οκά, έτρωγε όλη η οικογένεια. Κι δεν είχαμαν κι λάδι. Έβανε λίγο λάδι η μάνα για να τα κάψει (τηγανίσει)».
Σουλπί: Ο ορισμός της ευρεσιτεχνίας!
Όλοι έχουμε δει ντοκιμαντέρ για φυλές του Αμαζονίου που ψαρεύουν με υποτυπώδη μέσα, χωρίς να έχουν ούτε καν ούτε σπάγκο. Και οι πρόγονοί μας έφτιαχναν αποτελεσματικές ιχθυοσυλληπτικές παγίδες με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους:
«Πάαιναμαν ικεί που ‘ταν ρηχό του νιρό, για να του κλείσουμι μι λιθάρια, για να περάει του νιρό μέσα απ’ τ’ν καλαμωτή.
Φκιάχναμαν μια καλαμωτή μι καλάμια ή μι λιανές λούρες (λεπτές βέργες) απού λυγαριές, απ’ ό,τι κλαρί ηύρισκις, αλλά έπριπι να είνι λιανές κι ίσιες, για να σφίγγουν…
Έφκιανες δέματα (πλέγμα) από λούρες, κι τα δέναμαν μι φλούδα απού κλαρί, αυτό είχαμαν για σκ’νί. Δεν είχαμαν τότι ούτι σκ’νί, ούτι σύρμα. Τό ’πλεγαμαν μι αυτές τ’ς φλούδις απ’ τα κλαριά. Όλα τα ‘χαμαν απ’ τα δέντρα, λούρες κι φλούδες, απ’ όπου μπόρ’γις να βγάλ’ς φλούδα.
Μ’ αυτά έφκιαναμαν τ’ν καλαμωτή, το ‘λιγαν κι σουλπί.
Κλείναμαν το ποτάμι μι τα λιθάρια (κατευθυνόμενη η ροή σε ένα σημείο), για να πααίνουν τα ψάρια μέσα στ’ν καλαμωτή, στου σουλπί.
Τήρα να ιδείς… Πιάναμαν μπόλικα ψάρια. Αλλά του βράδυ φυλάγαμαν το σουλπί στου πουτάμι, για να μην πάει άλλους κι μας πάρει τα ψάρια.
Όπουτι είχις αδειά, πάαινες να ιδείς του σουλπί. Αλλότε ηύρισκις, αλλότε δεν ηύρισκις.
Είνι του καλύτιρου κυνήγι (ενν. ψάρεμα) στου σουλπί στου κουφίνι, γιατί δεν ψοφάν’ τα ψάρια, τα πιάν’ς ζωντανά».
Άλλη μαρτυρία:
«Σουλπί έφκιανι ου πατέρας μ’ κι πάαιναν τα ψάρια μέσα.
Είχι μία σήτα, τ’ν έφκιανι κι γύρα-γύρα έβανι ξύλα, σαν’δάκια. Το νιρό κύλαγι κάτου κι τα ψάρια έμνησκαν στο σουλπί.
Άμα έβριχι, τα πάαινε η σιούδα (ρεύμα) τουν κατήφορου κι πιάνουνταν στου σουλπί. Πάαιναμαν ιμείς κι τά ’πιαναμαν».
Κοφίνι από μυρτιές
Οι ευλύγιστες βέργες παλαιότερα ήταν πολύτιμες και για το ψάρεμα:
«Πήγαινες στο λόγκου κι έκουβις λούρις απού σμυρτιές, είνι γιρές, βαστάν’ πιο πολύ απ’ τ’ άλλα τα ξύλα κι λυγάν’ (λυγίζουν, είναι εύκαμπτα).
Έπλεγες (έπλεκες) τ’ς λούρες κι έφκιανες ένα στρόγγυλο πράμα, σαν κοφίνι, σα βαρέλι πέσε (πες), κι έφκιανες μια τρύπα από πίσω, σουφλερή, για να μπαίνουν μέσα τα ψάρια κι να μη βγαίνουν όξω.
Αλλά ήθιλι μαστοριά αυτήνη η τρύπα για να τ’ φκιάσεις, κι όλο το κοφίνι. Γιατί είνι κι τα ψάρια έξυπνα. Άμα δεν ήταν καλό του κουφίνι, έβγαιναν πάλι όξω κι άιτε να τα ματαπιάσεις!».
Άδειαζαν τον βρο με τενεκέ
Ιδανική εποχή για ψάρεμα στο ποτάμι ήταν το καλοκαίρι, οπότε έμενε ελάχιστο νερό, άρα ήταν εύκολο με τενεκέδες να αδειάσουν ένα βρο (μικρή έκταση ποταμού, με σχετικό βάθος).
«Του καλουκαίρι στύφει (στύβει, δεν έχει νερό) του πουτάμι. Σι κάνα βρο μαναχά έχει νιρό. Ικεί μαζώνονταν τα ψάρια.
Άδειαζαν τα βρούδια μι τα ντενεκέδια. Οι τζιοπαναραίοι τό ‘καναν πολύ αυτό. Στάλιζαν τα πράματα (άφηναν τα γιδοπρόβατα) στα πλατάνια κι πάαιναν ν’ αδειάσουν κάνα βρο, να πιάσουν τα ψάρια.
Πού να ήγλιπαν ψάρι στα μάτια τ’ς. Νηστ’κοί ήμασταν όλοι, αλλά οι τζιοπαναραίοι ακόμα πλειότερο, γιατί μι τον τροβά χρον’κής, ξεροφάι. Ψωμοτύρι, αρτ’μή (αρτυμή: γαλακτοκομικό υποπροϊόν). Μην τα ρωτάς…».
Αξιοποίηση και της χολής σφαγίου
Οι γονείς και οι παππούδες μας όταν έσφαζαν ένα ζώο, αξιοποιούσαν κυριολεκτικά τα πάντα, μέχρι και τη χολή. Πώς;
«Έπαιρναμαν βρίζινο (σικάλεως) ψωμί π’ κολλάει (είναι σκληρό), τό βρεχαμαν μι νιρό κι έβαναμαν κι ροκίσιου (καλαμποκίσιο) ψωμί κι χουλή απού σφάγιου. Έκανις κουμάντου. Όταν έπαιρναν τα χινοπώρια (δηλ. όταν ξεκινούσε το φθινόπωρο) κι έσφαζις κάνα σφαχτό, κράταγις τ’ χουλή, τ’ν ήλιαζες (αποξήραινες) κι τ’ν ανακάτευες μι το ψωμί το βρίζινο. Του πέραγις σ’ ένα αγκίστρι, το κράταγις μ’ ένα καλάμι κι τό ‘βανες μέσα στο νερό.
Μόλις του κούναγις λίγου, καταλάβαιναν τα ψάρια ότι κάτι έπισι στου νιρό. Πάαιναν να τ’ αρπάξουν κι αφού το ‘παιρναν τ’ αγκίστρι στ’ αχείλι, τράβαγις σιγά σιγά όξου του καλάμι, γιατί άμα ξεπιάνονταν του ψάρι, θα πάαινε πάλι μέσα στου πουτάμι.
Καλύτιρα είνι να ‘χ’ς σκουληκαντήρα, γιατί είνι μιγάλη κι κουνιόνταν. Του ψάρι τήραγι να τ’ φάει κι έφτανι στ’ αγκίστρι.
Η χουλή ήταν για να τ’ μυρίζουν τα ψάρια.
Ιμείς δεν πάθαιναμαν τίπουτα απ’ τ’ χουλή, γιατί ήταν ξερή».
Χτύπημα με βαριοπούλες και πέτρες
Ακόμη και τα σύνεργα των οικοδόμων όπως οι βαριοπούλες χρησίμευαν ως σύνεργα ψαρέματος:
«Όταν ήταν ρηχό του πουτάμι, τότι π’ λιγόστευε το νιρό, πάαναμαν για ψάριμα. Αφού ήταν ρηχό του νιρό, έβλεπες τα ψάρια. Στουπώνονταν (τρύπωναν) κάτου απ’ τα λιθάρια. Βάρ’γις απού πάνω μι τα βαριά κι απ’ του βρόντου (ενν. το χτύπημα) πο’ ’κανι έβγαιναν σκοτωμένα τα ψάρια. Καλύτιρα ήταν να είνι δυο μαζί. Ου ένας να βαρεί μι τ’ βαριά κι ου άλλους να τσακώνει (πιάνει) τα ψάρια. Ήθιλι υπομονή αυτήνη η δ’λειά, αλλά έπιανις κανα-δυο κιλά.
Κι βαριά άμα δεν είχις, έρ’χνις μία πέτρα απάνου στ’ν άλλη, μία μιγάλη πέτρα, κοτρώνα μιγάλη κι τ’ν έρχ’ναμαν απάνου στ’ς μ’κρές. Κάπουτι πήγα για τέτοιου ψάριμα κι έβγαλα μια τ’γαν’σιά. Ψαράκια τ’γαν’σμένα μι ροκίσιο (καλαμποκίσιο) αλεύρι».
Ο σπλόνος
Η ακόλουθη συνέντευξη είχε ληφθεί τον χειμώνα, οπότε υπήρχε ένα πρόβλημα, αφού δεν μπορούσε ο συνομιλητής μου να μου δείξει ένα φυτό πολύτιμο για το ψάρεμα: «Ωρέ Βασίλη, πού να καταλάβ’ς πώς είνι αυτό π’ σ’ λέου… Άμα έρθ’ς του καλουκαίρι, θα σ’ δείξου ποιος είνι ου σπλόνους (σπλόνος ή φλόμος, φυτό με το οποίο θανάτωναν τα ψάρια). Είνι ψ’λό, πααίνει (φτάνει) δυο μέτρα. Βγάνει λουλούδια κίτιρνα.
Αυτόν τουν σπλόνου τουν στούμπαγαμαν μ’ ένα λιθάρι για να βγάλει του ζ’μί (χυμό) κι έτριβαμαν κι ένα γυαλί για να τριφτεί μαζί μι τα λουλούδια. Το ‘ρ’χναμαν στου βρο του καλουκαίρι, απού Θερτή πέρα (μετά τον Ιούνιο), π’ λιγουστεύουν κι του νιρό γένουνταν κίτιρνου, όπους τα λουλούδια.
Αυτός ου σπλόνους είνι δηλητήργιου για τα ψάρια. Άμα τον στουμπήσεις κι τον ρίξεις στου νιρό, ψουφάν’ τα ψάρια, απομώνονται (πεθαίνουν από ασφυξία). Αλλά είνι καλά για φαΐ, δεν παθαίν’ς τίπουτα άμα τα φας.
Τότι π’ σπλόν’ζαμαν τα βρούδια, φύλαγαμαν τα παιδούρια να μη ζυγώσουν κι πάν’ μέσα στου νιρό.
Του καλουκαίρι του νιρό είνι στεκούμινου, τότι είνι να βάλ’ς σπλόνου. Γιατί άμα κυλάει του νιρό, θα του πάρει κάτου του πουτάμι. Γιατί άμα έσερνε του νιρό, θα τουν ξέπλινι του σπλόνου.
Αυτόν τουν σπλόνου τουν κούναγαμαν μέσα στου νιρό… όπους κάνει ου παπάς μι τ’ βρεχτούρα (ενν. δεντρολίβανο ή βασιλικό στον αγιασμό). Τουν κούναγαμαν του σπλόνου, για να ξεπλυθεί η πικράδα κι να βγουν τα ψάρια στ’ς άκρες, γιατί κιντύνευαν να ψοφήσουν μέσα. Όλα τα σέρπετα κιντυνεύουν απ’ αυτό (ενν. από ασφυξία).
Απ’ του σπλόνου, απ’ τ’ν π’κράδα, απομώνονταν, έβγαιναν στ’ν άκρη στο γιαλό κι τα πιάναμαν μι τα χέρια.
Αυτά τα ψάρια δεν πάθαιναμαν τίπουτα να τα φάμι, γιατί… ήμασταν χειρότιροι ιμείς απ’ του δηλητήριου! Πείναγαμαν! Δεν είχαμαν ξίγκι (ήμασταν λεπτοί, υγιείς). Κι τ’ άντεχαμαν όλα!
Δεν ύπαρχε (υπήρχε) ψαράκι τότι ιδώ στα χουριά τα θ’κά μας. Μόλις ήφιρνις μια τ’γανιά ψάρια πουταμίσια στου σπίτι, έκανι του σταυρό τ’ς όλη η οικουγένεια, να φάει απού ένα ψαράκι. Για τ’ νοστ’μάδα, γιατί δεν είχαν κριάσι (ψαχνό), τα κόκαλα έτρουγις, αλλά ήταν νόστ’μα τότι, δεν ήταν όπους τα ψάρια σήμιρα, που’ναι μες στ’ μούτελη (λάσπη τεχνητής λίμνης), σι βαρ’κό μέρος (ελώδες), γιατί δε βρίσκουν λιθάρι να τρυπώσουν. Θέλουν πέτρα, λιθάρια, για να γεννήσουν τα ψάρια».
Συνθηματική λέξη για τον δυναμίτη!
«Του δυναμίτη τουν έλιγαμαν φουτιά, για να μη μας καταλαβαίνει ου κόσμους. Γιατί άμα άκ’γαν τα παιδούρια, π’ δε φ’λάν’ κουβέντα (δεν κρατάν’ μυστικό), θα έλιγαν κι θα μάθαινε ου κόσμους, ου πρόεδρους (τ’ς κοινότητας) ή κι ο δραγάτ’ς (αγροφύλακας).
Τότι έρθουνταν μ’σαφ’ραίοι κάθι μέρα στου σπίτι. Άμα είχαμαν ψάρια κι ρώτ’σαν πού τά πιασαταν τα ψάρια, τα πιδιά μπουρεί να μας πρόδουναν κι να έλιγαν “Έβαλι ου πατέρας μ’ δυναμίτη”. Κι μι τ’ς γ’ναίκις του ίδιου! Σέρεται η κουβέντα! Αφού οι γ’ναίκις πάαιναν απού σι σπίτι, άμα μία είχι ακούσει ότι ου άντρας τ’ς έβαλι δυναμίτη, δεν ήξιρι να φ’λαχτεί (να κρατήσει μυστικό). Κι θα ρώταγαν οι γειτόνοι, πού τουν ηύρι του δυναμίτη, αφού ήταν απαγορεμένος.
Γι’ αυτό έλιγαμαν “φωτιά” του δυναμίτη.
Του φ’τίλι το ‘βαναν μέσα στ’ μπαρούτη, του τρύπαγαν μι μια βελόνα ματερίσια (για μαδέρια) για να φτάσει η φωτιά στον καψούλι, στουν πάτου απ’ του δυναμίτη.
Κι πού να βρεις καψούλια κι δυναμίτη; Έπρεπε να βγάλ’ς άδεια. Απ’ το 1957 και πέρα, έβγαζις άδεια απ’ του κράτους άμα ήθιλις ν’ αγουράσεις καψούλια κι μπαρούτη. Ακόμα κι π’γάδι να έφκιανις, αφού ήθιλις να σπάσεις τ’ ζωνάρα (μεγάλο και συμπαγές πέτρωμα), έπριπι να ‘χ’ς δυναμίτη, δεν έσπαγι αλλιώς. Γι’ αυτό σο’ ’δουναν άδεια. Να βρει ου κόσμους νιρό, να πολιτευτεί (να βελτιωθεί η ζωή του όπως ενός αστού), να ‘χει καλύτιρη ζωή.
Τράβαγις του τσιγάρου, δεν ήταν ούτι τσιακμάκια (παλιοί αναπτήρες) μέχρι του ’55, τ’ ακούμπαγις ψ’λά στου φ’τίλι κι τ’ του πέταγις στου νιρό κι γένουνταν ανατίναξη (έκρηξη), αλλά δεν κιντύνευαμαν, σκάει στου νιρό (δεν είναι συμπαγές, για να είναι επικίνδυνο). Άμα άργηγις, σο’ ’κουβι του χέρι! Μπαρούτη είνι! Αλίμονο! Ένας ιδώ στου χουριό είχι πάει να ψαρέψει μι δυναμίτη, άργησι να τουν πιτάξει απ’ τα χέρια, έσκασι κι το ‘μ’νε κουτσιουμπέλι το χέρι, όπως είνι του ξύλου του κουμμένου (ακρωτηριάστηκε).
Τότι πο’ ‘πεφτε ου δυναμίτης σηκώνουνταν του νιρό δέκα μέτρα! Κι ασπρολόγαγι ου γιαλός απ’ τα ψάρια. Ήταν πουλλά ψάρια τον Απρίλη-Μάη, βγαίνουν όξω τότι, για να γεννήσουν.
Κι έμπαιναν όλοι μέσα μι του βρακί, για να τα βγάλουν όξου.
Πουλλές φουρές, απήδαγαν κι γ’ναίκις απόξου, αφού ήταν απαγορεμένους ου δυναμίτ’ς (δηλ. έδιναν μερικά ψάρια σε κάποιους που απλώς παρακολουθούσαν, ώστε να μην τους καταδώσουν στις Αρχές!). Δεν κόταγις να πεις κι κ’βέντα, αφού ήσαν παράνουμους. Τ’ς έλιγις “Κάμε ό,τι καταλαβαίνεις, πάρε μερίδιο κι ισύ”.
Αυτά τα ψάρια απού δυναμίτη δε βάσταγαν πουλύ, έπρεπε να καθαρίσεις ίσια κι να τ’ αλατίσεις, για να μη ζυγώσει η μύγα να τα φτύσει (μολύνει).
Κι είχαν κι μία πικράδα τα ψάρια αυτά, ιπειδή έσπαγι η χουλή απ’ το χτύπο πο’ ’κανι του νιρό!
Αλλά τά ‘τρουγαμαν κι αυτά τα ψάρια, γιατί ήμασταν φτηνοί (πολύ αδύνατοι), δεν ήμασταν χορτάτοι απού τέτοια πράματα.
Δηλητηριάσ’καν κι κόσμους απ’ αυτά τα ψάρια, άμα δεν ήξιρις να φ’λάξεις τ’ ‘δλειά.
Σήμιρα πο’ ’χουμι τα ψυγεία είνι καλύτιρη η ζουή, ό,τι κι να λάβ’ς, θα του φ’λάξεις ένα χρόνου μέσα στου ψυγείου».
Ξυλοφωτιά… στην πλάτη!
Σας φάνηκαν πολύ δύσκολες οι προηγούμενες ιχθυοσυλληπτικές μέθοδοι; Ας δούμε τι μου είπε ένας συνομιλητής 86 ετών για το.. πυροφάνι του γλυκού νερού:
«Νύχτα γένουνταν αυτό, του καλουκαίρι, τότι π’ βγαίνουν τα ψάρια για βουσκή, σκαρίζουν. Τότι μπουρείς να τα πιάσεις.
Μάζευες ξύλα ξιρά απ’ τ’ς κατεβασιές, που ‘φερνε το πουτάμι. Πλατανίσια ξύλα. Αυτά είνι καλά, κάνουν λαμπάδα (μεγάλη φλόγα), αλλά καίουντι γλήγορα.
Τι έκαναμαν; Έπαιρνις λίγα ρείκια, τά ‘βανες ανάμεσα απ’ τα ξύλα τα πλατανίσια, για να πάρουν φουτιά.
Αφού άναφτε η φουτιά, ξεκίναγαν σβέλτα! Ήταν 3-4 για να κάνουν αυτήνη τ’ δ’λειά. Έπριπι να κάν’ς γλήγουρα, γιατί δε βάσταγαν αυτά τα ξύλα. Μι του βρακί κι ξυπόλητοι ήταν μέσα στου νιρό.
Όπους έκαιγαν αυτά τα ξύλα π’ τα’ ‘χε ένας στ’ν πλάτη, έφιγγι μέσα στου νιρό κι έρθουνταν οι άλλοι οι δυο πίσω, ένας μπροστά κι ένας πίσου, μι χαντζιάρα, κι σκότουναν τα ψάρια. Μι του βάρεμα μι του χαντζιάρι, άλλο το ‘κοβες, άμα ήταν μιγάλου το βάρ’γις αλαφρότιρα λίγου.
Πιρπάταγες πουλλή ώρα μέσα στου νιρό μέχρι να βρεις τα ψάρια.
Έφκιαναμαν κι δαδιά μι λυγαριές. Ου ένας βάσταγι αυτήνη τ’ ξυλοφωτιά. Τα ψάρια θαμπώνονταν κι ήταν ένας άλλους κι τα βάρ’γι κι τα σκότωνι».
Τραγική κατάληξη!
Υπήρχαν και περιπτώσεις που η προσπάθεια για ψάρεμα στο ποτάμι είχε μοιραία κατάληξη:
«Ήμαν μεγάλη εγώ, 20 χρονών (ενν. το έτος 1955) το θ’μάμαι καλά αυτό π’ θα σ’ μολοήσω. Ήταν δυο αδερφάδις, βλάχ’σσες απ’ το Καπρό (Κορυφή Τρικάλων), ξεχείμαζαν με τ’ς γονέους κι με τ’ αδέρφια τ’ς εδώ, στο χωριό μας, σιμά στο σπίτι μας.
Μία μέρα μία αδερφή, η τρανή, η Αγγέλω, άλιθι στου μύλου. Η άλλη, η κούτσικη, η Ανθούλα, είχι πάει σ’ ένα βρο, π’ τουν είχαν σπλονίσει, με σπλόνο, να ψοφήσουν τα ψάρια, να τα πάρουν. Αλλά ου βρος έκανε καζάνι (σχηματιζόταν ισχυρή περιδίνηση λόγω των ρευμάτων).
Πήγι αυτήνη η κουπέλα μέσα κι δε μπόρ’γι να βγει όξου. Είπι τ’ς αδιρφή τ’ς:
-Αγγέλου, έλα να μι βγάλ’ς όξου! Θα πνιου!
-Α, μωρ’, έβγα όξου! Χαζή είσαι; Πιάσου ιδώ!
Κι τ’ς έδουκι του χέρι αυτήνη η Αγγέλου, για να τ’ν τραβήσει όξου.
Αλλά η μ’κρή η αδερφή, η Ανθούλα, ήταν μ’σοπνιμένη κι αυτήνη τ’ν τράβ’σι μέσα κι τ’ν τρανή τ’ν αδερφή κι πνίηκαν κι οι δυο μαζί!».
Τα καβούρια τα είχαν… για φρούτο!
Το ψάρεμα ήταν κυρίως αντρική υπόθεση. Οι γυναίκες, εκτός από την αυτονόητη υποχρέωσή τους να καθαρίσουν και να τηγανίσουν τα ποταμίσια ψάρια, συμμετείχαν στο οικογενειακό τραπέζι με την εξασφάλιση ενός υποτυπώδους τροφίμου:
«Όταν πάαιναμαν να πλύνουμι στου ρέμα, ήταν καβούρια στ’ς πλακανίδες (μεγάλες πλάκες μέσα στο νερό).
Αφού έπλεναμαν τα ρούχα, τά ‘βαναμαν στο σκαφίδι, για να κ’βαλήσουμι στου σπίτι, να τ’ απλώσουμι. Δεν τ’ άφ’ναμαν ικεί, γιατί έπριπι να πάμι πάλι να μάσουμι. Τα κ’βάλαγαμαν βρεμένα, ζαλίγκα (φορτωμένες στην πλάτη), μαζί μι του σκαφίδι κι του καζάνι αουπάνου κι έρθομασταν στο σπίτι.
Προτού ζαλιγκωθούμι, τσάκωναμαν (πιάναμε) καβούρια, τά ‘ταν κι στου νιρό, αλλά κι στ’ μούτελη παραδέ, στ’ γλίνα (λάσπη).
Ήξιραμαν να τα πιάσουμι, για να μη μας τσιμπήσουν, γιατί έχουν τσιμπίδις μιγάλις τα καβούρια. Άμα σι πιάσουν, θα σι μακιλέψουν!
Απού σιγά σιγά πάαιναμαν στ’ς καβ’ρότρυπις, τά ‘πιαναμαν απ’ τα πουδάρια κι τα ξετρύπωναμαν. Τα ‘βαναμαν στ’ λίτρα (η λίτρα: μικρό μεταλλικό δοχείο) απ’ τ’ν αλισίβα κι τά ‘φερναμαν στου σπίτι, να τα ψήσουμι στ’ θράκα, στου τζιάκι.
Νόστιμα ήταν. Ε, κριάσι δεν είχαν τίπουτα, αλλά άμα είχις δόντια, τα ροκάναγες (ροκάνιζες) ακέρια τα καβούρια. Άμα δεν είχις δόντια, δεν έβγαζις τίπουτα! Ψέμα ήταν τα καβούρια (ευτελές, ουσιαστικά ανύπαρκτο φαγητό)! Έτσι, για… φρούτο τά ‘χαμαν, να βάλ’ς κάτι στου στόμα σου, για τα λιανοπαίδια παραδέ (κυρίως)».
Αναπάντεχο δώρο στη «φυλακή» του μύλου
Ο νερόμυλος, εκτός από την αμοιβή του μυλωνά κυρίως σε είδος επί του αλεσμένου καρπού (σπανιότατη η εγχρήματη οικονομία τα παλιά χρόνια), είχε κι ένα παράπλευρο όφελος: τα ψάρια που συλλαμβάνονταν στην, όνομα και πράμα, φυλακή, δηλ. το υπόγειο τμήμα του μύλου, εκεί που πέφτει το νερό για να κινήσει τον άξονα του μύλου. Η μητέρα μου, κόρη μυλωνά, αφηγείται:
«Στο Πλατανόρεμα έρθουνταν κάτι καμπίσιοι κι είχαν κόφες στ’ άλογα, που ‘χαν μέσα ψάρια κι χέλια. Πάαιναν στ’ν Άρτα κι στο Πέτα κι στα χωριά που ‘ταν σιμά (κοντά). Γιατί άμα ήταν μακριά, θα βρόμαγαν στο δρόμο τα ψάρια.
Ιμείς είχαμαν μύλου για ν’ αλέθουμι τα σπορίματα (δημητριακά) τ’ κόσμου. Έπιαναμαν ψάρια απ’κάτ’ στ’ φυλακή, ικεί που ‘ναι η φτερωτή. Αχπάνου είνι ου νερόμ’λους, βαρεί του σιφούνι τα χ’λιάρια κι έρθιτι γύρα η φτερωτή για ν’ αλέσει στ’ς μυλόπετρες. Φτερωτή κι μυλόπετρα συνδέονται μ’ ένα ορθάρι, ένα στύλο, έρ’ντι (έρχονται) γύρα κι τα δυο μαζί.
Ε, ικεί απ’κάτου του χειμώνα είχι ουλουένα νιρό. Μαζί μι του νιρό απ’ του πουτάμι, ήταν κι ψάρια μέσα, κι έπιφταν στ’ν κάναλη κι έβγαιναν κάτου.
Κι όταν έκλειγαμαν (κλείναμε) τ’ στέρνα για να μάσουμι (συγκεντρώσουμε) νιρό, ιπειδή έστυφι του πουτάμι (λιγόστευε το νερό), ίσια που ‘χε νιρό απ’κάτου κι φουρφούλαγαν τα ψάρια (σπαρταρούσαν). Φρου φρου φρου! Στου στιγνό. Αφού τ’ν έκλειγαμαν τ’ στέρνα, δεν είχι νιρό.
Εκεί στ’ φυλακή που ‘ταν τα ψάρια, απήδαγαμαν κι ιμείς κι τά ‘πιαναμαν. Τά ‘βαναμαν σι μία μπακούλα (πάνινη σακούλα) κι τα πάαιναμαν στου σπίτι. Τα καθάρ’ζαμαν, τ’ αλευροκύλαγαμαν, τα τ’γάν’ζαμαν κι τά ‘τρωγαμαν!
Τι χαρά είχαμαν… Ε, τότι ήταν πείνα μιγάλη! Ήμασταν νηστ’κοί. Ψάρια πού να τά ‘βρισκαμαν! Τώρα χόρτασαμαν απ’ όλα, τ’ Αβραάμ τα καλά! Αλλά δε μας φχαριστάει τίπουτα. Τώρα πο’ ’γινε η θάλασσα γιαούρτη, δεν έχουμι κ’τάλια (παροιμιώδης φράση)».
Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*
Πηγή: maxitisartas.gr
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Υπό έκδοση είναι το Ηπειρώτικο Λεξικό που έχει συντάξει