Τι συμβαίνει στην ιχθυόσκαλα της Νέας Μηχανιώνας
Η ιχθυόσκαλα της Θεσσαλονίκης μεταφέρθηκε από το λιμάνι της πόλης στη Νέα Μηχανιώνα το 1995. Το Vice μας οδηγεί στα άδυτα της μεγαλύτερης ψαραγοράς της Βόρειας Ελλάδας, στο «χρηματιστήριο» των ψαριών, εκεί όπου η προσφορά ξεπερνά τη ζήτηση και ένα μέρος των αλιευμάτων πωλούνται στο Κερατσίνι όπως σχετικά μεταφέρει στο Vice ο κ. Χρήστος, που είναι στη σκάλα από το 1979. Εδώ μέσα κάθε ξημέρωμα ζωντανεύει μια μικρή κοινωνία όπου οι στιγμές έντασης εναλλάσσονται με ξεκαρδιστικά αστεία και η πίεση της απαιτητικής εργασίας με διαλείμματα χαλάρωσης. Όλα αυτά δίπλα σε μια θάλασσα που η υγρασία σού περονιάζει τα κόκαλα.
Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, υπάρχουν έμποροι τρίτης γενιάς, όπως ο Γιώργος, 31 ετών, που έμαθε τη δουλειά από τον πατέρα του κι εκείνος από τον δικό του. «Είναι δύσκολη δουλειά, όμως αν την αγαπήσεις, δεν την αφήνεις. Βέβαια, δεν είναι εύκολο να σε κρατήσει γυναίκα με τέτοια ωράρια, όμως όλα ξεπερνιούνται».
Ο Διευθυντής της ιχθυόσκαλας Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Αργυριάδης, μας εξηγεί ότι κάθε βράδυ διακινούνται περίπου 80 τόνοι αλιευμάτων, ποσότητα που μεταφράζεται σε μέσο ημερήσιο τζίρο 300.000 ευρώ για τους εμπόρους. Η ιχθυόσκαλα λειτουργεί κάθε ξημέρωμα, εκτός από αυτό της Κυριακής. Το ξημέρωμα του Σαββάτου θεωρείται παραδοσιακά εκείνο με τις καλύτερες πωλήσεις – «το Σάββατο η Θεσσαλονίκη τρώει ψάρι», μας είπαν.
Στην ιχθυόσκαλα της Νέας Μηχανιώνας, περίπου 35 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, υπάρχει κινητοποίηση ήδη από τα μεσάνυχτα. Φορτηγά ψυγεία μεταφέρουν αλιεύματα από τα λιμάνια ολόκληρης της Βόρειας Ελλάδας. Τα ψάρια πλένονται, τοποθετούνται σε πάγο μέσα σε κιβώτια από φελιζόλ και απλώνονται στη μεγάλη στιλπνή σάλα με το δυνατό φωτισμό. Αυτήν την ώρα, στη σκάλα βρίσκονται μόνο οι εργαζόμενοι και οι έμποροι, δηλαδή οι αντιπρόσωποι των καϊκιών, που θα αναλάβουν να πουλήσουν και το τελευταίο λέπι στην καλύτερη τιμή. Το ρολόι δείχνει 2 τα ξημερώματα, η πόρτα ανοίγει για τους αγοραστές και δίνεται η εκκίνηση για την καινούρια «συνεδρίαση» του χρηματιστηρίου των αλιευμάτων.
Περιδιαβαίνουμε ανάμεσα σε χιλιάδες κιβώτια με κάθε λογής αλιεύματα. Υπάρχουν σαρδέλες και γαύροι σε αφθονία, φουσκωμένοι μπακαλιάροι, φαγκριά μεγάλα σαν θηρία, ξιφίες, νόστιμες γαρίδες και τονάκια. Ψάρια ολόφρεσκα, που γυαλίζουν ανάμεσα στον πάγο – ορισμένα γριβάδια του γλυκού νερού ακόμη αναπνέουν. Το 95% των ψαριών φθάνει στη Νέα Μηχανιώνα με φορτηγά ψυγεία, καθώς τα καΐκια που δουλεύουν στο βόρειο Αιγαίο θα χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να πλεύσουν ως εδώ από το να ξεφορτώσουν στο πιο κοντινό λιμάνι και να επιστρέψουν στη θάλασσα. Το 20% των αλιευμάτων που πωλούνται στην ιχθυόσκαλα είναι ψάρια ιχθυοτροφείου και περίπου το 10% είναι εισαγόμενα.
Οι έμποροι διαλαλούν την πολύτιμη ψαριά που βγάζουν -ανάλογα με την εποχή και τις καιρικές συνθήκες- τα γριγρί, οι παράκτιοι αλιείς και οι ανεμότρατες. Ανάμεσά τους οι αγοραστές, ιδιοκτήτες ιχθυοπωλείων και άνθρωποι που θα στήσουν σε λίγη ώρα τον πάγκο στη λαϊκή αγορά, κοιτάζουν, παζαρεύουν και πληρώνουν. Σήμερα, μας λένε, υπάρχουν ψάρια σε αφθονία, όλοι θα πάρουν ό,τι λαχταρά η ψυχή τους. Τις μέρες, όμως, που έχει καιρό και τα αλιεύματα είναι λιγότερα, εξελίσσονται σκληρές δημοπρασίες. Οι αγοραστές δίνουν διαδοχικά προσφορές για να χτυπήσουν το εμπόρευμα και να φύγουν. Οι έμποροι κρατούν στο χαρτί τις προσφορές και όταν υπάρξει αγοραστής, το όνομά του σημειώνεται στο κιβώτιο για κατοχύρωση. «Έχω δει συναγρίδα να χτυπιέται για 50 ευρώ το κιλό στη χοντρική», είπε ένας από τους παλιότερους εμπόρους.
Σε λίγο ξημερώνει, τα ψάρια λιγοστεύουν, το ίδιο και οι αγοραστές, που παίρνουν ένας-ένας τον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη. Τα φώτα στη μεγάλη σάλα της ιχθυόσκαλας θα σβήσουν νωρίς το πρωί, μέχρι την επόμενη μεγάλη νύχτα.
Πηγή: VICE